«Μόνο όταν αρχίζει να μαυρίζει η ημέρα και να έρχεται η νύχτα αισιοδοξώ»
Μιχάλης Κακογιάννης – σκηνοθέτης 11/6/1921 – 25/7/2011
«Νύχτα τώρα;» τον ρωτώ. «Νύχτα σε λίγο», λέει και στρέφει χαμόγελο στον ορίζοντα. Τα μάτια εντοπίζουν λίγο φως. Ένα σύννεφο, μόνο, εγκλωβισμένο μεταξύ θάλασσας κι ουρανού, μιλά για υγρασία. Θολή ύπαρξη μέρας. Δύση τετελεσμένη. Κάπου αλλού, αρχόμενη.
Γνωρίζω καλά ότι παίζει με τα λεπτά. «Οι μέρες του Ιουλίου είναι αυτάρκεις. Δεν χρειάζονται παράταση. Μου αρέσει απλά να περιμένω την απόλυτη εξαφάνιση του φωτός. Μοιάζει βλέπεις με τέλος ταινίας. Το φως αχνοσβήνει κι ο θεατής περιμένει να μαυρίσει τελείως η οθόνη. Για να χειροκροτήσει. Για να αποχωρήσει. Το πρώτο είναι πιθανό. Το δεύτερο, σίγουρο». Κι άλλο χαμόγελο, πεταμένο στο κενό αυτή την φορά.
Σκηνή. Κήπος με χαμηλή βλάστηση. Τίποτα υπερβολικό. Θάμνοι που οριοθετούν την απόφαση του χώματος να γίνει απότομη κατηφόρα προς την θάλασσα. Κάπου πιο κει μονοπάτι. Σκονισμένα ίχνη που συμβολίζουν την απόφαση των ανθρώπων να φτάσουν στην παραλία. Έξι καρέκλες. Απέναντί μου, εκείνος. Πλάτη προς την θέα. Το πλάνο ανοίγει. Από την δεξιά πάροδο ακούγονται βήματα. Βραδινός θίασος που μεγαλώνει ανέλπιστα. Γυναίκα με μαύρο φόρεμα αρχαιοελληνικό και ατημέλητο. Άντρας, με ξεκούμπωτο το πάνω κουμπί στο πουκάμισο και ριγέ γραβάτα. Κορίτσι στα μαύρα. Γυναίκα με βλέμμα απόλυτο και μαύρο ζιβάγκο.
«Συστάσεις» λέει εκείνος. «Ηλέκτρα, Μαρίνα, Αλέξης, Στέλλα». Κοιτάζω πίσω από την πλάτη του. Δίνω χρόνο στον θίασο να πάρει θέση στην σκηνή. Νύχτα. Πως νοιώθει κάποιος όταν δίπλα του κάθονται πρόσωπα γνώριμα, που ποτέ όμως δεν έχει δει από κοντά στην ζωή του; Προσπαθώ να τους κοιτάξω έναν έναν, χωρίς ίχνος περιέργειας στο βλέμμα, χωρίς να ανοιγοκλείνουν τα βλέφαρα. Σταθερά και καθαρά, όπως κοιτάς τον φίλο όταν του ζητάς λίγες κουβέντες να αγγίξεις την διέξοδο.
Ηλέκτρα: «Σκοτεινή νύχτα, μητέρα των χρυσών άστρων έρχομαι στις πηγές του ποταμού, όχι τόσον από ανάγκη, αλλά για να βλέπουν οι θεοί την ύβριν και για να χύνω θρήνους στον απέραντο ουρανό για τον πατέρα μου». Καθαρή φωνή. Σίγουρη. Φέρνει χαμόγελο στα χείλη του σκηνοθέτη. Συμφωνεί με τον ρυθμό, γέρνοντας στο μπράτσο της καρέκλας, όπως συνηθίζουμε όταν τα λόγια απέναντί μας είναι απόλυτα. Ανασαίνω;
Μαρίνα: «Εξήγησε στους κυρίους πως το σπίτι είναι παλιό και πως μέσα είναι…σχεδόν κατεστραμμένο». Αυτή η παύση ανάμεσα στο “παλιό” και το “σχεδόν κατεστραμμένο”, γεννά υποψία λυγμού που ακινητοποιείται στον λαιμό μου. Γυρίζω να δω το σπίτι, αλλά πίσω μου δεν υπάρχει τίποτα. Ανοιχτή γη, μέχρι εκεί που μπορούν να δουν τα μάτια. Τα μάτια της Μαρίνας. Χαμηλά, σχεδόν σβηστά. Ακίνητος εκείνος καταγράφει την αμηχανία μου μπροστά στο δράμα.
Αλέξης: «Ανάθεμα!» Η φωνή του είναι καθαρή. Στο μεταίχμιο θυμού και χαμόγελου. Ταρακουνά τα κορμιά. Σπρώχνει την νύχτα ένα βήμα παραπέρα. Μεγαλώνει τον κήπο. Καθαρίζει το μονοπάτι. Κι η απουσία του σπιτιού γίνεται πταίσμα. «Έχουμε τα πάντα εκτός από ένα πράγμα: την τρέλα! Ο άντρας χρειάζεται λίγη τρέλα…διαφορετικά δεν θα τολμήσει ποτέ να κόψει το λουρί και να απομείνει ελεύθερος».
Από κάπου έρχεται μουσική. Κάποιες φορές έχεις την εντύπωση πως η μουσική υπάρχει αέναα κι αυτή είναι που σε βρίσκει. Περνάει, σε αγγίζει και πάει παρακάτω. Η μουσική είναι ο χρόνος. Και τώρα πλησιάζει. Νότες από μπουζούκι. Λυρισμός, ήπια λαϊκός . Στίχοι για αγάπη που ‘γινε δίκοπο μαχαίρι.
Στέλλα: «Άντε τώρα πήγαινε. Γρήγορα. Και μην κοιτάξεις πίσω σου. Δεν το ‘χω για καλό».
Αποχωρώ. Ο θίασος παραμένει στην σκηνή κι εγώ αποχωρώ, υπακούοντας στην εντολή της. Κοντά μου κι εκείνος. Συγχρονισμένο βήμα στο μονοπάτι, εκτός ορίων κήπου. «Τέτοιους ανθρώπους αγάπησα στη ζωή. Γιαυτό πάντα τους συναντούσα. Τόσο διαφορετικά βλέμματα, τόσο διαφορετικές ιστορίες. Στο σημείο εκείνο το λεπτό που το τραγικό συναντά τον έρωτα. Όπου το αστείο πέφτει σε παύση, λόγω μοναξιάς. Ώρες σε σκοτεινές αίθουσες σινεμά, σε ολόφωτες μέρες καλοκαιριού, σε νύχτες που δεν ξέρεις που θα βγάλουν».
Δίπλα στην θάλασσα πια, αρχίζω να χάνω την παρουσία του. Κάπου στο βάθος, πάλι σε λίγο μέρα.
Και δεν κοιτάζω πίσω μου…