» Graham Swift (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Μίνωας)
Ήταν 30 Μαρτίου. Ήταν Κυριακή. Ήταν η μέρα που κατά παράδοση ήταν γνωστή ως Κυριακή της Μητέρας.
Η τέταρτη Κυριακή της Σαρακοστής εορταζόταν στη Μεγάλη Βρετανία, μια γιορτή με τις απαρχές της στον Μεσαίωνα, γνωστή ως η Κυριακή της Μητέρας, μια οικογενειακή γιορτή και ημέρα αργίας για το υπηρετικό προσωπικό. Μια τέτοια μέρα, 30 Μαρτίου 1924, με καιρό τόσο καλό που θύμιζε Ιούνιο, η εικοσιδυάχρονη Τζέιν, καμαριέρα σε μια εξοχική έπαυλη, θα πάρει το ποδήλατό της, εκμεταλλευόμενη το ρεπό, όχι για να πάει σπίτι της, αλλά για να συναντήσει τον κρυφό εραστή της. Θα ακολουθήσει κατά γράμμα τις οδηγίες του· δεν θα μπει από την πίσω πόρτα αλλά από την κεντρική, αφήνοντας το ποδήλατό της στην είσοδο σε θέα κοινή. Ήταν η πρώτη φορά που της ζητούσε κάτι τέτοιο τα έξι χρόνια που διατηρούσαν τη σχέση αυτή. Ο Πολ, κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας, ένα χρόνο μεγαλύτερός της, επρόκειτο σύντομα να παντρευτεί μια γυναίκα ταιριαστή της θέσης του.
Εκείνη η μέρα θα αποδειχτεί καθοριστική για τη Τζέιν, που τώρα, κοιτάζοντας πίσω της, εξήντα τόσα χρόνια μετά, ξέρει πως εκείνη ήταν η μέρα που έγινε συγγραφέας.
Αν είχα διαβάσει το οπισθόφυλλο και δεν γνώριζα τον συγγραφέα, δύσκολα θα είχα διαβάσει το βιβλίο αυτό, που τόσο μοιάζει να είναι ένα ρομάντζο εποχής, παρότι τελικά μόνο κατά επίφαση είναι κάτι τέτοιο και σίγουρα με τρόπο λειτουργικό και δικαιολογημένο, γι’ αυτό και δεν είναι βαρετό και ναυαγισμένο στο κλισέ και τη στερεοτυπία. Όμως αυτό δεν θα το διαπίστωνα αν δεν διάβαζα το μυθιστόρημα του Σουίφτ. Και είναι φοβερό, πάντα μου φαίνεται φοβερό, ο τρόπος που κάποιοι συγγραφείς φέρνουν στα μέτρα τους ιστορίες που μοιάζουν τόσο έξω από τα εδάφη στα οποία συνηθίζουν να κινούνται, και έτσι μετακινούν και τις δικές μας αναγνωστικές προκαταλήψεις και βεβαιότητες, γκρεμίζοντας τους ορίζοντες προσδοκιών που με ελάχιστα δεδομένα σπεύδουμε να υψώσουμε. Η Κυριακή της Μητέρας είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μια φτωχή καμαριέρα διατηρεί σχέση με έναν πλούσιο νεαρό που πρόκειται σύντομα να παντρευτεί κάποια της τάξης του. Ένα από τα πλέον επαναλαμβανόμενα λογοτεχνικά κλισέ παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις και ανατροπές στην έκβαση, και όμως ο Σουίφτ το μετατρέπει σ’ ένα κομψοτέχνημα, σε κάτι άλλο από αυτό που φαινομενικά είναι, σε μια επίδειξη έμπνευσης και τεχνικής αρτιότητας.
Το μυθιστόρημα ως πλοκή διαδραματίζεται στο παρελθόν, αποτελεί την ανάληψη μιας ημέρας, της καθοριστικής εκείνης ημέρας, καθοριστικής όχι μόνο για όσα έλαβαν χώρα εκείνη την ημέρα αλλά και όσα τέθηκαν σε τροχιά κίνησης. Ο τρόπος με τον οποίο ο Σουίφτ, μέσα από τον τριτοπρόσωπο αφηγητή, ξεδιπλώνει την ημέρα εκείνη είναι μοναδικός. Με τις μικροαναλήψεις και τις μικροπαρεκβάσεις, αυτό που έγινε λίγο αργότερα και αυτό που είχε μόλις προηγηθεί, πετυχαίνει να πλαισιώσει την ημέρα εκείνη, να της δώσει βάρος, να τη νοηματοδοτήσει, να της προσδώσει συναίσθημα και να τη συνδέσει με το σήμερα. Πετυχαίνει σε ελάχιστες σελίδες και με οικονομία λέξεων να γνωρίσει στον αναγνώστη πρόσωπα και καταστάσεις, κάνοντας επιπλέον ορθή χρήση του κλισέ ως έναν κοινό εμβαδό γνώσης μεταξύ πομπού και δέκτη της ιστορίας αυτής. Παρότι η αφηγηματική δεξιοτεχνία τού Σουίφτ είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, γεγονός που καθιστά την ανάγνωση της ιστορίας μια πράξη απολαυστική, η ιστορία από μόνη της δεν θα ήταν αρκετή για να ξεπεράσει τους ειδολογικούς της περιορισμούς. Εκείνο που καθιστά το μυθιστόρημα αυτό σπουδαίο είναι η ανάδειξη της κυρίως πλοκής σε υποπλοκή στο τέλος της ανάγνωσης. Ένα τρικ με το οποίο ο συγγραφέας χωρίς να αναφέρεται παρά κατ’ ελάχιστο στην ενενηντάχρονη πια Τζέιν, καταφέρνει να αφήσει την αίσθηση στον αναγνώστη πως του αφηγήθηκε όλη της τη ζωή, με κάθε παραμικρή λεπτομέρεια, και αυτό δείχνει την μαστοριά με την οποία απέδωσε αφηγηματικά εκείνη τη μέρα.
Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής δείχνει να είναι παντογνώστης μεν αλλά με έναν τρόπο κάπως ύποπτο δε, καθώς μοιάζει να γνωρίζει όσα γνωρίζει και η ηρωίδα-συγγραφέας. Σαν να του έχει ανατεθεί από εκείνη η αφήγηση αυτής της ιστορίας, σαν να μιλά εξ ονόματός της, σαν ένα προσωπείο ίσως. Ένα ακόμα εύρημα του Σουίφτ που προσδίδει δυναμική στην αφήγηση, ένα τέχνασμα για να κρύψει το προσωπικό καθιστώντας το ορατό, εύρημα που υποστηρίζεται από τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο αφηγητής, παρεμβάλλοντας επισημάνσεις σχετικές με τις λέξεις που τότε δεν γνώριζε και δεν θα χρησιμοποιούσε η ηρωίδα, λέξεις που ήρθαν να προστεθούν αργότερα, μέσα στα χρόνια, αποτέλεσμα της τριβής και της ωρίμανσης. Είναι μια απόφαση που δίνει πρωτοτυπία στο μυθιστόρημα αυτό, καθώς αν και συγγενεύει ως είδος με το μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα, εδώ δεν έχουμε την ιστορία γέννησης ενός βιβλίου αλλά την ιστορία γέννησης μιας συγγραφέως. Και αυτό προσδίδει επιπλέον ενδιαφέρον στο μυθιστόρημα, ενδιαφέρον που είθισται να το αποκαλούμε βιβλιοφιλικό. Ο Σουίφτ, έμπειρος γραφιάς, δεν παρασύρεται από το υλικό του παραστρατώντας από το μονοπάτι που έχει σχεδιάσει με λεπτομέρεια, δεν παρασύρεται ούτε προς τη φεμινιστική, ούτε προς την ταξική υπερβολή, δεν παραδίδεται στο μελόδραμα και τη συναισθηματική καθοδήγηση, αλλά γράφει την ιστορία της Τζέιν, την ιστορία μιας καθοριστικής στη ζωή της Τζέιν ημέρας.