«Υπάρχει µια ψυχική χαρά στο γράψιµο, δηµιουργείς κάτι. Κάτι που µπορείς να το µοιραστείς. Είναι ξόρκισµα, αλλά είναι και σαν να χτίζεις καινούριους κόσµους, να νοηµατοδοτείς ξανά τη ζωή. Σαν να σου δίνονται πολλές εναλλακτικές, σαν να καταλαβαίνεις αλλιώς τον κόσµο. Για κάποιους µπορεί να ανοίγει καινούρια παράθυρα και γι’ άλλους να αποτελεί µια κρυψώνα. Είναι όµως και βάσανο».
Ποιητής, πεζογράφος και φωτογράφος, ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου, θα βρίσκεται αύριο, Κυριακή 10 Νοεµβρίου, στο Πνευµατικό Κέντρο Χανίων προσκεκληµένος στη λογοτεχνική εσπερίδα που θα πραγµατοποιηθεί.
Στην κουβέντα που κάναµε µαζί του εν όψει της παρουσίας του στα Χανιά µας µίλησε για την απόφασή του να ζήσει στον τόπο καταγωγής του αλλά και τους χρόνους της επαρχίας που ταιριάζουν στο γράψιµο. Αναφέρθηκε στην αλήθεια της λογοτεχνίας που δεν γνωρίζει γεωγραφικούς περιορισµούς και την πατίνα του χρόνου που κυνηγάει σε παλιά εγκαταλελειµµένα σπίτια για να φωτογραφίσει. Μας περιέγραψε πως το συλλογικό – κοινοτικό βίωµα µας βοηθάει να εξοικειωθούµε και να αντιµετωπίσουµε τις απώλειες, τον θάνατο και τις δυσκολίες της ζωής, αλλά και πως ο ίδιος ζει τη διαδικασία της δηµιουργίας µέσα από τη γραφή και τη φωτογραφία.
Πώς αποφασίσατε µετά τις σπουδές σας να µείνετε στη ∆ράµα, µία περιοχή που έχει “χτυπηθεί” από την ανεργία και τη µετανάστευση;
Από τη δική µου “σειρά” πολλοί διαπρέπουν στη Γερµανία και άλλες χώρες. Είχαµε πολλούς καλούς µαθητές. Η ∆ράµα µάλιστα έχει προηγούµενο στη µετανάστευση. Είναι ο νοµός µε τους περισσότερους µετανάστες στη Γερµανία τη δεκαετία του ΄60-΄70. “Εξαφανίστηκαν” γενιές ολόκληρες. Αυτή τη στιγµή οι κοινότητες “πάνω” είναι µεγαλύτερες από τα χωριά της ∆ράµας.
Εγώ, όµως, µετά τις σπουδές γύρισα. Μου άρεσαν οι αργοί ρυθµοί της περιοχής κι αυτό επειδή µε βόλευε πάρα πολύ γιατί ανεξάρτητα από τις σπουδές µου το µυαλό µου ήταν περισσότερο στη λογοτεχνία. Οι αργοί ρυθµοί της επαρχίας είναι ιδανικοί για να µπορείς να βυθίζεσαι στο γράψιµο, ο χρόνος είναι του χεριού σου. Είναι και πολλά άλλα, ανθρώπινα πράγµατα, που όσο τα έψαχνα τόσο αγαπούσα τη ∆ράµα περισσότερο. Από τα δάση και την ιστορία της µέχρι τα χωριά της. Κάποιοι ίσως νοµίζουν ότι είµαστε κάπου απόκοσµα κι ότι όλα γίνονται στο κέντρο. Αυτό είναι ένας µύθος. Η επαρχία έχει διαµάντια και στο τέλος – τέλος, θέλεις έναν πιο προσωπικό χρόνο που πολλές πόλεις της επαρχίας µπορούν να στον προσφέρουν.
∆ιαβάζοντας τα γραπτά σας συνάντησα προσωπικά πολλές οικίες ατµόσφαιρες που παραπέµπουν σε χωριά και µικρές επαρχιακές πόλεις. Πιστεύετε ότι η λογοτεχνική µατιά ενός συγγραφέα – ποιητή από την επαρχία διαφέρει;
Και ναι και όχι. Σίγουρα κάποιος που ζει στην επαρχία έχει κάποια άλλα βιώµατα και µια άλλη καθηµερινότητα που µπορεί να τον τροφοδοτεί. Την ίδια στιγµή, όµως, οι νέοι σήµερα κάνουν σπουδές σε µεγάλες πόλεις, χρησιµοποιούν το ίντερνετ και έχοντας µια µεγαλύτερη ευχέρεια να ταξιδεύουν, µπορούν να ζουν στην επαρχία αλλά και συγχρόνως και σε όλο τον κόσµο. Προφανώς, κάποιος που ζει στην επαρχία µπορεί να καταπιαστεί µε θεµατικές πιο µεθοριακές και ζητήµατα που ανιχνεύονται σε αυτές τις περιοχές κι ίσως αυτό παλιότερα να ίσχυε περισσότερο που αποτυπώνοντας µε µια έκφραση πιο ηθογραφική. Όµως στις µέρες µας µε το ίντερνετ και την ευκολία στις µετακινήσεις νοµίζω ότι µπορείς να γράψεις για “επαρχιακά” θέµατα µε έναν πολύ µοντέρνο τρόπο.
Τα θέµατα αυτά µπορούν να αγγίξουν το ίδιο ένα παιδί που µεγαλώνει σε µία µεγάλη πόλη; ∆ηλαδή, το τοπικό όταν είναι αυθεντικό και περιέχει αλήθεια, µπορεί να είναι και οικουµενικό;
Αυτό είναι ένα µεγάλο στοίχηµα. Ακόµα και στην ποίηση είναι ένα θέµα πως ατοµικά ζητήµατα θα τα κάνεις να αφορούν όλο τον κόσµο. Όµως ένα θέµα της επαρχίας µπορεί να ανοίξει σε ένα παιδί της πόλης έναν καινούριο κόσµο. Για παράδειγµα στο “Σπίτι παιδιού”, που µιλάω για τη ζωή και τα βιώµατά µου στο χωριό, ήθελα να δώσω την αθωότητα ενός παιδιού και τον αυθορµητισµό του. Το παιδί είναι tabula rasa, λευκό χαρτί, κι αυτή την παιδική αθωότητα δεν ήθελα να την προδώσω ούτε στη γραφή. Αυτό νοµίζω ότι αυτό µπορεί να κερδίσει τους αναγνώστες, αρκεί να είναι αληθινό. Κάλλιστα πιστεύω ότι για ένα παιδί της πόλης µπορούν τέτοια θέµατα να τού ανοίξουν ένα άλλο σύµπαν. Θέµατα που µπορεί να του είναι ανοίκεια αρχικά, όµως µπορεί να τα νιώσει γιατί αλήθειες υπάρχουν παντού. Είναι λάθος να νοµίζει κανείς ότι στα χωριά υπάρχει µια “σταµατηµένη” ζωή. Και στα χωριά υπάρχουν τα πάντα.
Μέσα στον µήνα θα κυκλοφορήσει ένα φωτογραφικό σας λεύκωµα. Τι λένε οι εικόνες που δεν το λένε οι λέξεις;
Με τη φωτογραφία µπήκα σε παλιά οθωµανικά σπίτια, που µετά το ΄22 µπήκαν πρόσφυγες κι αργότερα το ΄60-΄70 εγκαταλήφθηκαν και είναι τώρα ακατοίκητα. Σπίτια µεγάλα, µε χρώµατα, λουλακί, κόκκινο, µε τζάκια, παρατηµένα αντικείµενα, γράµµατα… Αυτό που έβλεπα και µπορεί να το “πει” η φωτογραφία είναι η δουλειά που έχει κάνει ο χρόνος, η απουσία κι η φθορά. Με την ποίηση µπορώ να γράψω κάτι γι’ αυτό, όµως στη φωτογραφία είχα εικόνες που υπήρχε µια φυσική φθορά, που έµοιαζαν µε θεατρικό σκηνικό. Μια φθορά αυθεντική, που εγώ τη βρήκα έτοιµη αλλά αυτή δούλευε κάθε µέρα, χρόνια και χρόνια. Μια φθορά που φιλοτεχνούσε τον δικό της πίνακα και που εγώ έπρεπε να τον νιώσω, να καδράρω και να τον προσεγγίσω προσεκτικά, γιατί αυτά τα σπίτια είναι ετοιµόρροπα. Αν πούµε ότι ο χρόνος είναι ζωγράφος ή σκηνοθέτης θα λέγαµε ότι δούλεψε 30-40 χρόνια κι εγώ ήρθα µετά και βρήκα µια έτοιµη δουλειά. Μια δουλειά που την έκανε κάποιος άλλος, ερήµην µας…
Μιλάτε για τη φθορά και το τέλος των πραγµάτων σε µια εποχή που ψάχνει µε κάθε τρόπο να ξορκίσει τέτοιες λέξεις και πραγµατικότητες…
Αυτό είναι ένα ακόµα προνόµιο της επαρχίας. Έχει άλλη σχέση µε τον χρόνο. Όµως κι ως παιδί στο χωριό που µεγάλωσα και σε αυτά τα θέµατα της φθοράς και του θανάτου, υπήρχε µια εξοικείωση. Αποτελούσαν ένα οργανικό κοµµάτι της κοινότητας. Ο θάνατος και οι κηδείες ήταν ένα κοµµάτι της ζωής που συµµετείχαµε κι εµείς ως παιδιά. Αυτό το συµµετοχικό στοιχείο, το συλλογικό είναι σηµαντικό γιατί σε βοηθάει. Τα βιώµατα, της φθοράς και της απώλειας, είναι συλλογικά. Ακόµα και οι τελετουργίες, τα µνηµόσυνα κ.λπ. έχουν ένα νόηµα γιατί έχουν µια διάσταση τέτοια. Στα χωριά για παράδειγµα δεν θα ακούσετε τόσο τη λέξη νεκροταφείο όσο τη λέξη µνήµατα. Με τη µνήµη, όµως, υπάρχει µια συνέχεια, δηλώνει ό,τι κάτι είναι ζωντανό, ενώ µε τη λέξη νεκροταφείο µπαίνει µία τελεία.
Ένας ακόµα τρόπος να αναµετρηθούµε µε τις απώλειες και το πεπερασµένο της ζωής δεν είναι και το γράψιµο; Εσείς πώς βιώνεται αυτή τη διαδικασία;
Υπάρχει µια ψυχική χαρά, δηµιουργείς κάτι. Κάτι που µπορείς να το µοιραστείς. Είναι κι αυτό ξόρκισµα, αλλά είναι και σαν να χτίζεις καινούριους κόσµους, να νοηµατοδοτείς ξανά τη ζωή. Σαν να σου δίνονται πολλές εναλλακτικές, σαν να καταλαβαίνεις αλλιώς τον κόσµο. Για κάποιους µπορεί να ανοίγει καινούρια παράθυρα και για άλλους να αποτελεί µια κρυψώνα. Είναι όµως και βάσανο. Για εµένα, πάντως, το γράψιµο, όπως και η φωτογραφία, ακόµα και στα πιο δύσκολα, περιείχαν πάντα µια χαρά. Όπως αισθάνοµαι και µεγάλη χαρά όταν διαβάζω βιβλία άλλων. Εκεί να δείτε ευτυχία!
Λογοτεχνική Εσπερίδα
Λογοτεχνική εσπερίδα µε καλεσµένους τους Θεόδωρο Γρηγοριάδη, συγγραφέα, Κυριάκο Συφιλτζόγλου, ποιητή – φωτογράφο και Κωστή Χατζηφωτεινό, ποιητή, θα πραγµατοποιηθεί αύριο, Κυριακή 10 Νοεµβρίου, στις 19:00, στο Πνευµατικό Κέντρο Χανίων.
Για τους συγγραφείς θα µιλήσουν οι φιλόλογοι Βαρβάρα Περράκη και Ρούλα Βουράκη. Αποσπάσµατα των βιβλίων θα διαβάσουν οι Ρόζα Κονταδάκη, δικηγόρος, και Μαρινέλλα Βλαχάκη, ποιήτρια – ηθοποιός.
Την εκδήλωση διοργανώνουν η Περιφέρεια Κρήτης – Π.Ε. Χανίων, το φιλολογικό φροντιστήριο “Παλλάδιον” και οι εκδόσεις “Πατάκη”, “Αντίποδες” και “Μπαρµπουνάκης”.