Σχεδιασμό συγκεκριμένων φοροελαφρύνσεων με αναπτυξιακή στόχευση που δεν θα έχουν επίπτωση στα κίνητρα για εργασία, οικονομική δραστηριότητα και αποταμίευση, ζητά με κοινοβουλευτική παρέμβαση του ο Βουλευτής Ηρακλείου κ. Λευτέρης Αυγενάκης, προς τους Υπουργούς Οικονομικών και Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας Γκίκα Χαρδούβελη και Νικόλαο Δένδια.
Επιπλέον ο κ. Λ. Αυγενάκης τονίζει στο έγγραφό του ότι «είναι αναγκαίο να σχεδιαστούν συγκεκριμένες φοροελαφρύνσεις, αρκεί να μην οδηγήσουν σε ένα φορολογικό σύστημα συρραφής ρυθμίσεων χωρίς αναπτυξιακή στόχευση και εσωτερική συνοχή.»
Αναλυτικά το κείμενο της παρέμβασης: «Μετά από πέντε χρόνια προσαρμογής και επώδυνων αλλά και απολύτως αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, η Ελλάδα, έχει σταθεροποιήσει σε μεγάλο βαθμό την οικονομία της και έχει ανακτήσει την αναπτυξιακή της προοπτική.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, η φορολογική επιβάρυνση των πολιτών, και κυρίως των συνεπών φορολογουμένων, έχει καταστεί επαχθής. Σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη «Taxation Trends in the European Union, Eurostat, June 2014», η φορολογία του κεφαλαίου (σ.σ. η φορολογία στο κεφάλαιο περιλαμβάνει φόρους στο εισόδημα από αποταμίευση και επενδύσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων (κέρδη, τόκοι, ενοίκια, κ.λπ.) και φόρους στον συσσωρευμένο πλούτο από αποταμιεύσεις και επενδύσεις σε προηγούμενες περιόδους ) στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 7,3% του ΑΕΠ έναντι 6,7% του μέσου κοινοτικού όρου, με τα 2/3 των εσόδων να προέρχονται από την φορολογία του εισοδήματος που προκύπτει από την εκμετάλλευση του κεφαλαίου και το 1/3 από την φορολογία κατοχής του κεφαλαίου. Οι Έλληνες πληρώνουν 4,9% του ΑΕΠ σε φόρους στο εισόδημα από κεφάλαιο και 2,4% σε φόρους στην κατοχή του κεφαλαίου, όταν στην ΕΕ των 28 τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 4,7% και 1,9%.
Στην Ελλάδα, όμως, τα νοικοκυριά ειδικότερα (διότι μέρος των φόρων αυτών πληρώνεται από τις επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους) πληρώνουν υπερδιπλάσιους φόρους στο κεφάλαιο απ’ ότι στην μέση κοινοτική χώρα, 1,4% του ΑΕΠ στην Ελλάδα έναντι 0,6% του ΑΕΠ στην ΕΕ των 28. Μάλιστα, στα νοικοκυριά η Ελλάδα το 2012 είχε την δεύτερη υψηλότερη φορολόγηση του εισοδήματος στο κεφάλαιο, που αυξήθηκε κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια, από 0,9% του ΑΕΠ πριν την κρίση σε 1,2% το 2011 και 1,4% το 2012.
Όσον αφορά ειδικότερα την φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, η Ελλάδα έχει την 5η υψηλότερη επαναλαμβανόμενη φορολογία (ΕΝΦΙΑ, ΦΑΠ κλπ.), με φορολογικά έσοδα ισοδύναμα του 1.4% του ΑΕΠ του 2012, από 0.4% πριν την κρίση. Το σύνολο των επιβαρύνσεων από την ακίνητη περιουσία ανέρχεται στο 2,1% του ΑΕΠ, όταν προστίθενται τα φορολογικά έσοδα από μεταβιβάσεις, συναλλαγές κ.λπ.
Και δεν είναι μόνο η φορολογία στο κεφάλαιο που έχει αυξηθεί. Οι φόροι στο εισόδημα από εργασία που πληρώνονται από τους εργαζομένους (σε αντιδιαστολή αυτών που πληρώνονται από εργοδότες ή μη απασχολούμενους), έχουν αυξηθεί από 6,1% του ΑΕΠ το 2011 σε 7,8% του ΑΕΠ το 2012. Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, τα νοικοκυριά έχουν όντως επωμισθεί μεγάλο φορολογικό βάρος τα τελευταία χρόνια.
Συνεπώς, είναι αναγκαίο να σχεδιαστούν συγκεκριμένες φοροελαφρύνσεις, αρκεί βεβαίως, να μην οδηγήσουν σε ένα φορολογικό σύστημα συρραφής ρυθμίσεων χωρίς αναπτυξιακή στόχευση και εσωτερική συνοχή. Πρέπει, αντιθέτως, να διαμορφώνουν ένα φορολογικό σύστημα με όσο το δυνατόν ουδέτερη επίπτωση στα κίνητρα για εργασία, οικονομική δραστηριότητα και αποταμίευση.
Κατόπιν των ανωτέρω, ερωτώνται οι αρμόδιοι Υπουργοί ποιος είναι ο σχεδιασμός της Κυβέρνησης για συγκεκριμένες φοροελαφρύνσεις με αναπτυξιακή στόχευση και εσωτερική συνοχή και οι οποίες δεν θα έχουν επίπτωση στα κίνητρα για εργασία, οικονομική δραστηριότητα και αποταμίευση ;»