Παρασκευή, 20 Δεκεμβρίου, 2024

“Λαχείο που κέρδισε…”

Έμειναν λίγες ημέρες, για να αποχαιρετήσω την Θεσσαλονίκη.
Ήταν η πόλη που δέχτηκε τη νιότη μα, όχι τα όνειρά μου. Άνοιγε δρόμο για επιστροφή, στην ιδιαίτερη πατρίδα μου. Ένοιωθα χαρά και ανακούφιση. Υπήρχαν, όμως, φίλοι που αποχωριζόμουν με μεγάλη λύπη…
Τρείς ημέρες πριν την αναχώρηση, επισκέφτηκα την τράπεζα, στην πλατεία Αγ. Σοφίας, για το τελευταίο έμβασμα. Τα εισιτήρια και κάτι για δώρα. Δεν είχε κόσμο στο ταμείο και εξυπηρετήθηκα πολύ γρήγορα. Σκεφτόμουν την φυσιογνωμία του μικρού λαχειοπώλη, στα σκαλιά της εισόδου. Με παρακάλεσε να αγοράσω ένα λαχείο. ‘’Δεν θα κερδίσει’’, απάντησα, αλλά θα πάρω ένα για χατίρι σου. Διέκοψε τις σκέψεις μου, η αυθάδικη φωνή του ταμία. ‘’Φοιτήτρια δεν είσαι;’’ Ρώτησε στον ενικό. ‘’Πριν τέσσερις ημέρες, έπαψα να είμαι και τώρα φεύγω για την Κρήτη’’, απάντησα, όσο ευγενικά μπορούσα. ‘’Κρίμα, θα κάναμε καλή παρέα’’. Μίλησε, αποφάνθηκε για λογαριασμό μου, κρίνοντας πως δεν θα υπήρχε άλλο εμπόδιο, πέρα από την αναχώρησή μου. Ανόητη ρηχότητα μα, δεν με ενόχλησε. Επέστρεφα στον τόπο μου, στην οικογένειά μου.
Βγαίνοντας από την μεγάλη είσοδο της τράπεζας, θυμήθηκα την υπόσχεσή μου. Με περίμενε ο μικρός λαχειοπώλης, τείνοντας το κοντάρι με τα λαχεία και αγόρασα ένα εθνικό λαχείο. ‘’Η κλήρωση μεθαύριο’’ μου λέει, με μια φωνή συνεσταλμένη, γλυκειά, ευγενική, σαν το πρόσωπο με το γαλάζιο του ουρανού στα μάτια, όταν είναι ξάστερος και γελαστός με την καρδιά του.
Αυτό το παιδί, των δέκα τριών χρόνων-όπως είπε,αν το έντυνε κάποιος, με πιο άφθαρτα ρούχα, θα έμοιαζε με αρχοντόπουλο. Η ευγένεια και η φινέτσα δεν υπάρχουν, μόνο, στα σπίτια μεγαλοαστών. Γεννιούνται, όπου τύχει, χωρίς διάκριση. Στην πορεία, θα φανούν οι διαφορές που επιβάλλουν και καθιερώνουν οι κοινωνικές τάξεις. Είναι, όμως, επίκτητες. Διάλεξα ένα λαχείο, που ήθελα οι αριθμοί του να έχουν άθροισμα επτά. Ο αγαπημένος μου αριθμός. Του έδωσα το τηλέφωνο του σπιτιού, που έμενα, αφήνοντάς του περιθώριο να οικειοποιηθεί το λαχείο, λέγοντας: ‘’αν κερδίσει πάνω από πενήντα χιλιάδες δραχμές, θα μου τηλεφωνήσεις, για να κάνουμε μοιρασιά. Σύμφωνοι;’’
Με κοίταξε με την αθωότητα και την ευγένεια της θωριάς, που εννοούσε το Ναι. ‘’Θα τηλεφωνήσω , οπωσδήποτε. Αν είναι μέχρι πενήντα χιλιάδες, πάλι θα τηλεφωνήσω για να σας ευχαριστήσω’’, απάντησε.
Πήρα τον δρόμο της επιστροφής, ξαλαφρωμένη. Ένοιωθα όμορφα. Σκεφτόμουν πως, αν το έκανε η καλή η ώρα, να κερδίσει το λαχείο, θα γινόταν ένα παιδί ευτυχισμένο. Ένα άγνωστο αγόρι, που με εντυπωσίασε με την ευγένεια και την ομορφιά του.
Τιε επόμενες ημέρες, ασχολήθηκα με τις αποσκευές και τους αποχαιρετισμούς. Ο τελευταίος, της ύστατης στιγμής, ήταν εκείνος με την φίλη της οδού Μελενίκου. Εγώ έμενα στην Π.Π. Γερμανού, δηλαδή κοντά.
Το μεσημέρι, φτάνοντας στο σπίτι, περίμενε η σπιτονοικοκυρά μου στο χωλ, με κάποια αγωνία. ‘’Τηλεφώνησε Λαχειοπώλης. Κέρδισε το λαχείο-πάνω από πενήντα χιλιάδες-θα ξαναπάρει είπε’’.
“Αλήθεια”; Ρώτησα χαρούμενα. Θα δώσω χρήματα και σε ’σας”.
Μου τα έψαλλε, όταν άκουσε-ό,τι συνέβη-και είχε δίκιο. Δεν πολυνοιαζόμουν. Αν ήταν να φανούν χρήσιμα αυτά τα χρήματα σε άλλους, χαλάλι! Χρειαζόμουν και εγώ και στην οικογένεια μου θα χαίρονταν με τέτοιο δώρο. Δεν τηλεφώνησε το παιδί, ξανά… Ο καιρός ξεπέρασε το γεγονός. Ας ήξερα μόνο, πόσο βοήθησαν τα χρήματα την οικογένεια του παιδιού. Μετά από δέκα επτά χρόνια, ο σύζυγος μου, με το παιδί μας, βρέθηκαν για λίγες ημέρες στην Αθήνα. Μπήκαν και σε μέσα μαζικής μεταφοράς για να γνωρίσει το παιδί, ό,τι δεν υπήρχε στην επαρχία. Σε μία μακρινή διαδρομή, μπήκαν σε τραίνο. Άκουσαν, μέσα σε άλλα, την ιστορία με το λαχείο, από ένα κοντακιανό με τραγιάσκα. Δεν έμοιαζε με το ευγενικό αγόρι και ας ήταν ο πατέρας του. ‘’Κάναμε την τύχη μας από θαύμα! Κέρδισε το λαχείο μιας, που το αγόρασε από τον γιό μου, έξω από μια τράπεζα. Λεφτού θα ήταν, αφού δεν νοιάστηκε για τα λεφτά. Ο Θεός την έβαλε να το αγοράσει και φρόντισε να κερδίσει η ‘’αγαθή’’ και να μας τα δώσει. Δεν άφησα τον γιο μου, να τηλεφωνήσει ξανά. Δεν τα είχε ανάγκη…’’
Ο συνομιλητής του είχε άλλη γνώμη. ‘’δεν έκανες καλά. Η κοπέλα πολύ εν τάξει. Σπανίζουν τέτοιοι άνθρωποι. Δεν έπρεπε, δεν έπρεπε!’’
Όταν επέστρεφαν από το ταξίδι, πληροφορήθηκα για την διαδρομή του τραίνου και τις αποκαλύψεις που δεν περίμενα πια να μάθω. Ο σύζυγος μου, θεώρησε μεγάλο λάθος αυτήν την γενναιοδωρία μου. “Ας κρατούσες το λαχείο εσύ και να τηρούσες τον λόγο σου, όπως υποσχέθηκες. Έβαλες σε πειρασμό φτωχούς ανθρώπους με χαλαρή συνείδηση. Μου έκανε εντύπωση πως δεν είπε μια καλή κουβέντα για τον ευεργέτη, για σένα. Που να φανταστεί πως υπάρχουν και τέτοιοι άνθρωποι, χωρίς να τους περισσεύουν τα λεφτά. Σαν και ‘σένα…”.
Αυτό που άκουσα, από τον άνθρωπο που με γνώριζε, όσο κανείς άλλος, μου έδωσε μεγάλη χαρά. Κάποιος αναγνώρισε τον λόγο της πράξης μου και τοποθετήθηκε σωστά, απέναντι σε αυτήν. Λυπήθηκα “εκ των υστέρων”. Πιο πολύ, όμως, που δεν επέτρεψαν σε ένα καλό παιδί, να κρατήσει τον λόγο του σε τόσο σοβαρό θέμα. Ίσως, να έχασε και άλλες ευκαιρίες, για να αποδείξει την ευγενική του φύση, που μπορεί να την μετέτρεψαν σε κάτι άλλο…


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα