Καλοί μου φίλοι,
καλό Σαββατοκύριακο!
“Υφαίνοντας παραμύθια στον αργαλειό του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης” με “υφαντή” τον, και παραμυθά, και κατά δήλωση του “ονειροταξιδευτή”, Xανιώτη καραγκιοζοπαίχτη, καλό μου φίλο Νίκο Μπλαζάκη… Για ένα βιβλίο, έκδοση του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης, που κυκλοφόρησε το 2021, ο λόγος. Απ’ αυτό το βιβλίο που περιλαμβάνει 10 παραμύθια, τα αποσπάσματα τεσσάρων, οι αρχές τους συγκεκριμένα, μαζί με τις αντίστοιχες επίσης “μπλαζάκειες” εικόνες τους, στον σημερινό Παιδότοπο. Δώρο, προπάντων στα παιδιά, τα φιλαράκια τα καλά, ιδιαίτερα τα Χανιωτάκια, αλλά και στους μεγάλους που διαβάζουν τη στήλη.
Συγχαρητήρια και στον συγγραφέα – εικονογράφο και στον υπεύθυνο του Αρχείου, επίσης καλό μου φίλο, Κώστα Φουρναράκη. «Αν θες τα παιδιά σου να γίνουν έξυπνα, διάβαζέ τους τους παραμύθια. Αν θες να γίνουν εξυπνότερα, διάβαζέ τους περισσότερα παραμύθια». Το που έχει πει σχετικά ο Αϊνστάιν και το διαβάζω στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Καλή ανάγνωση!
Σας χαιρετώ με αγάπη όλους
Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
δάσκαλος
To μαντήλι της νεράιδας
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας νέος, πάρα πολύ όμορφος και πρώτος στον χορό, πρώτος στο τραγούδι, πρώτος σ’ τσι δουλειές. Και όλες οι κοπελιές απ’ το χωριό τονέ λιμπίζονταν.
Μα αυτός έλεγε: «Δε θέλω καμιά σας. Εγώ νεράιδα θα πάρω». Kι η μάνα του, του ’λεγε: «Αχ, μωρέ Γιάννο, έλα να στείλομε προξενητάδες σε όλα τα χωριά, να ψάξουνε να βρούνε την
ωραιότερη, να σε παντρέψομε». «Εγώ, μάνα, νεράιδα θα πάρω», έλεγε. Και κάθε βράδυ που νύχτωνε, πήγαινε και ξάπλωνε στο αλώνι και περίμενε να ‘ρθουνε οι ξωτικές. Και
αυτές έρχονταν, κατεβαίνανε και τραγουδούσανε και χορεύανε μέχρι τα ξημερώματα κι έχανε τα λογικά του ο Γιάννος. Και πάντα έλεγε: «Εγώ νεράιδα θα πάρω».
Κάποτε έμαθε ότι μένει στην άκρη του χωριού μια γριά μάγισσα που ξέρει από ξόρκια και κίνησε να τη βρει. […]
(σελ.13)
Οι εφτά κοράκοι
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας πατέρας που ‘χε εφτά γιους και δεν είχε όμως κόρη. Και κάθε μέρα στη γυναίκα του έλεγε «Αχ, μωρέ γυναίκα, έχουμε εφτά γιους, εφτά ντεληκανηδες, να είχαμε και μια κοπελιά, να την είχαμε στα στερνά μας, να μας βοηθήσει». Και επαρακαλούσανε κάθε μέρα τον Θεό να τους στείλει μια κοπελιά.
Ώσπου μια μέρα, ο Θεός τους λυπήθηκε και τους έστειλε ένα κορίτσι. Αλλά αυτό το παντέρμο πια… Τι να πεις. Ήταν κακορίκο, μιτσιαλό4, αρρωστιάρικο. Κι όλο αρρώσταινε, κι όλο στο κρεβάτι ήτανε. […]
(σελ.31)
Ο βοσκός και το λυχνάρι
Μια φορά κι έναν καιρό ήτονε ένα βοσκαρουδάκι που ζούσε μαζί με τη μάνα του σ’ ένα φτωχοκάλυβο. Και ένα βράδυ εκεί που κοιμότανε βλέπει στον ύπνο του ένα τουρκάκι μικιό με το κοντοβράκι του, το φεσάκι του, ξυπόλυτο, όπως σας το λέω. Και του λέει πως κάτω απ’ το μαξιλάρι του ήτανε η τύχη του. Αλλά το βοσκαρουδάκι δεν έδωσε σημασία. Τ’ άλλο βράδυ να το πάλι το τουρκάκι να του λέει τα ίδια.
Την άλλη μέρα που ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα του, λέει, «Δεν ψάχνω να δω τι υπάρχει κάτω απ’ το μαξιλάρι μου;». Κι αρχίνησε να σκάβει.
Και θωρεί μια πέτρινη πλάκα μ’ έναν χαλκά. Τραβά την πλάκα, ήτονε και βαριά και βλέπει μια σκάλα. Κατεβαίνει κάτω και φτάνει σ’ ένα υπόγειο μ’ ένα μπαούλο. Τ’ ανοίγει και έφεξε ο τόπος. Ήτονε γεμάτο χρυσές λίρες. […]
(σελ.51)
Το ριζικό του καθενός
Μια φορά ήτονε δύο αδέλφια. Ο ένας πάρα πολύ πλούσιος κι ο άλλος πάρα πολύ φτωχός. Μια μέρα ο φτωχός εγύρεψε βοήθεια του πλούσιου αδερφού του και κείνος τον έπεμψε στο διάολο κι αναγκάστηκε να χτυπά τις πόρτες να διακονεύει, γιατί δεν εμπόρειε να θωρεί τα παιδιά του πεινασμένα. Ένας από τους νοικοκύρηδες του χωριού του ’δώσε ένα μετζίτι και του ’πε να πάει στο μιτάτο του να δει ίντα κάνουνε τα ωζά του. Πού εκάτεχε με τον χειμώνα ανέ ζούνε. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, πέρασε δρόμους και χαλέπες, ώσπου έφταξε στο σπήλιο που ήταν τα ωζά. Τότες θωρεί μια γυναίκα να παρασέρνει και να τον κοιτάζει. […]
(σελ.57)
Εισαγωγή
Το λαϊκό παραμύθι όπως και το δημοτικό τραγούδι ζυμώνεται στο πέρασμα των χρόνων, δυναμώνει και αποδυναμώνεται, αποκτά, λεκτικά στολίδια αλλά και ξεστολίζεται. Αποκτώντας έτσι τη λαϊκή σοφία και τον λιτό μεστό λόγο ώστε να ψυχαγωγεί και να παιδαγωγεί. Η προφορικότητά του από στόμα στ’ αυτί και απ’ το αυτί στο στόμα το ζωντανεύει, το κάνει ταξιδευτή, αποκτώντας παγκοσμιότητα και δύναμη. Την ίδια στιγμή που εμείς χαράζουμε σύνορα, υψώνουμε τείχη, τα παραμύθια έρχονται με φόρα και τα γκρεμίζουν. Και σαν βελονάκι στα επιδέξια χέρια χρυσοχέρας πλέκτρας τρυπώνουν στην ψυχή και στην καρδιά φέρνοντας μας πιο κοντά.
Ευχαριστώ πολύ τον Κωστή τον Φουρναράκη και το Ιστορικό Αρχείο για την αγάπη τους στον λαϊκό πολιτισμό μας, ώστε να μπορέσει να βγει αυτό το βιβλίο.
Ο παραμυθάς και ονειροταξιδευτής,
Νίκος Μπλαζάκης