Δευτέρα, 19 Αυγούστου, 2024

Λαμπρή στην Αποκορωνιώτικη Μαδάρα

Tου παπά ο Κούμος ή του παπά το Κουμέρι. Τον συναντούμε να ξεπροβάλλει από τα κυπαρίσσια, βαδίζοντας ανάμεσα σε αυτά, Β.Δ. 100 μέτρα από του Λαδογιάννη, μεμονωμένος, έρημος. Είναι χτισμένος με θαυμάσιο εκφορικό τρόπο, τελείως κυκλικός και φαντάζει σαν ένα παραμυθένιο παλατάκι, σαν ένα κομμάτι των θρύλων.

O θόλος του ιδιαίτερα είναι υπέροχος, σαν θολωτού τάφου. Λέγεται πως το έχτισε ο ίδιος ο παπάς ή καλόγερος Ιωάννης Συτζανάκης, αδελφός του μετέπειτα επισκόπου Κυδωνίας και Αποκορώνου Νικηφόρου, όπου βρήκε καταφύγιο για να γλυτώσει από τη φυματίωση που τον είχε κυριεύσει. Δυστυχώς δεν τα κατάφερε και έμεινε στην ιστορία χάρις στην πένα του Νίκου Αγγελή, του αλησμόνητου υμνητή της Μαδάρας, το κείμενο του οποίου αντιγράφω πιο κάτω.

«Θα ’ταν εκείνη η Λαμπρή όψιμη πολύ, γιατί φαινόταν τα πρινάρια κόκκινα, γεμάτα ροδαμό, να ζώνουν τα ριζοβούνια. Ψηλά στο Μητάτο της Πλακόκουρτας όμως δεν ήταν ακόμη φτασμένη η άνοιξη. Τη φοβέριζαν από την Κόρδα δυο γραμμές χιόνι και πίσω ο Τροχάρης ο άσπρος. Έφταναν όμως έως πάνω μαλακές αναπνοές, κάπου – κάπου μυρουδιά πορτοκαλιάς και το απόθρηνο των καμπαναριών.

Το κατωμέρι είχε από το απομεσήμερα του Μεγάλου Σαββάτου Λαμπριάτικη όψη. Ένιωθε ο ουρανός το Χριστό αναστημένο να φτάνει, καθάρισε την αντάρα του πένθους, άστραψε να τον αποδεχτεί. Πρασίνισε η γη, γέλασε. Κι αν σιωπούσαν ακόμη τα λαγκάδια και τα Μοναστήρια, ήταν που μάζευαν τη δύναμή των, για να ’ναι το βράδυ ζωντανή, να χαιρετίσει το καινούριο φως, με φωνές και βοή και τραγούδια νικητήρια.

Ήταν εκείνο τον καιρό ένας άρρωστος παπάς στο Μητάτο. Τότε οι κακές αρρώστιες δεν είχαν άλλη γιατρειά παρά το ύψος και τον αέρα του δάσους. Γι’ αυτό ανέβηκε ως εκεί ο παπάς.

Όσοι ορειβάτες περάσουν από κείνο τον τόπο, μην ξεχάσουν να δουν το κελί του: Του παπά τον “κούμο”. Είναι το τελευταίο κελί, βορινά από την πηγή. Εκεί καθόταν. Οι βοσκοί τον αγαπούσαν, του κουβαλούσαν ξυλαράκια να συντηρεί τη φωτιά του, τού ’βαζαν γιαούρτι και μυζήθρα στο πινάκι του μα δε σίμωναν κοντά του. Τους είχε φοβισμένους ο ίδιος, σε μια στιγμή από τις λίγες που μπορούσε να μιλήσει:

«Τα πνευμόνια του βοσκού παιδιά μου, ως είναι πεντακάθαρα, πιάνουν φωτιά αμέσως κι απ’ αλάργο. Είναι μπαρούτι για την κακή αρρώστια. Μη μου σιμώνετε, το λοιπόν. Όξω το φαΐ, όξω το νερό. Εγώ θα τα παίρνω».

Ο παπάς έφτανε πρώτος την άνοιξη στο Μητάτο, έσαζε φωτιά στα ξύλα που ήταν σωριασμένα στο κελί του για να καούν οι ψύλλοι και τα μικρόβια τα «καταραμένα» και αργά που έσβηναν τα κάρβουνα, έμπαινε και πάστρευε και κατάσταινε, σιγά – σιγά το νοικοκυριό του. Δε θα ’φεύγε πια, παρά να κατέβαιναν οι καταχνιές του Σεπτέμβρη. Αν έφτανε ως τότε. Κάθε χρόνο περίμενε πως δε θα κάμει τον κόπο να ξανακατεβεί. Ήθελε, λέει, ν’ αφήσει την ψυχή του εκεί πάνω, που ήταν κοντύτερα ο Θεός…

Ολημέρα καθόταν μέσα, κοντά στο παραθυράκι και διάβαζε τα χαρτιά του. Και το βράδυ άναβε το κερί του κι ύστερα ξετρύπωνε και λιαζόταν στο φεγγάρι.

Καμιά φορά έκανε κούτσα – κούτσα ένα γύρο στην αυλή του. Κοίταγε κάτω στον κάμπο, χαμογελούσε και γύριζε μέσα. Ποιος ξέρει τι γινόταν στην ψυχή του. Συχνά δεν έβγαινε καθόλου, άφηνε το φαΐ του απείραχτο στο πινάκι. Πλησίαζε ο γέρο-τυροκόμος στο κελί:

«Πώς πάεις γέροντα; Θέλεις πράμα;» Ο παπάς έβγαζε το ραβδάκι του από την πόρτα και έγνεφε όχι. Ο γέρος γύριζε καταπλακωμένος κι έλεγε στους άλλους:

«Ε τον κακομοίρη! Θεός ξέρει ίντα ώρες περνά… Μα ποιος μπορεί να τόνε βοηθήσει;»

Κουνούσαν τα κεφάλια οι βοσκοί. Να πεινάσει, να διψάσει, δεν τον άφηναν. Τι άλλο να του κάμουν. Άκουαν μονάχα. Άκουαν που πάλευε με το Χάρο κάθε νύχτα και γέμιζε το κελί βογκητά και οι πλάκες αίμα.

Ένα παλιό λαούτο έφερνε μαζί του ο παπάς κάθε χρόνο. Όταν ήταν στα καλά του έπαιζε θρησκευτικές μελωδίες. Μα καμιά φορά που φυσούσε αέρι νοτικό και λαχτάριζαν τα φύλλα και γέμιζε πέρα το χιόνι του Σωρού μάτια δακρυσμένα, φούσκωνε η ψυχή του και το γύριζε στο πεντοζάλι.

Έβγαιναν αράδα – αράδα οι κοντυλιές από τη χαμηλή πύλη του κελιού και στρατάριζαν στο πλάτωμα. Κείνες τις νύχτες είχε το Μητάτο πανηγύρι και δεν αποφάσιζαν οι βοσκοί να σαλέψουν…

Τη Μεγάλη Εβδομάδα που περάσαμε ο παπάς δε φάνηκε. Νήστευε. Αγωνίζονταν να ζήσει με ελιές.

Πιάστηκαν τα πόδια του και δεν τον σήκωναν. Τη Μεγάλη Παρασκευή έκαψε λιβάνι και μύρισε ο κόσμος. Νωρίς την παραμονή άναψε φως. Φάνηκε μια στιγμή ολοκίτρινος και γύρεψε ξύλα.

Ύστερα μπήκε μέσα και ησύχασε…

Ένας στους δύο οι βοσκοί, κατηφόρισαν από νωρίς να κάμουν Ανάσταση στα σπίτια των. Οι άλλοι μαζεύτηκαν το δειλινό, έγδαραν τ’ αρνιά, τύλιξαν τις συκωταριές. Άναψαν φωτιά μεγάλη στην αυλή, σώριασαν γύρω κλαδιά και ξάπλωσαν.

Άνοιξε ο γέρο-τυροκόμος τα καλάθια που έφτασαν από το χωριό, διάβασε τα γράμματα των μανάδων φωναχτά: «…τ’ αρνιά πουληθήκανε καλά, του Θωμά να φανείς…. Χριστός Ανέστη…»

Και μοίρασε τ’ αυγά και τα καλιτσούνια.

Περίμεναν ν’ ανάψουν οι φωτιές του Ιούδα στον κάμπο, ν’ ακούσουν αναστάσιμες καμπάνες για να σηκωθούν κι αυτοί, να κάμουν το σταυρό τους ανατολικά, να φιληθούν και να πιάσουν να τρώνε.

Πλησίαζαν μεσάνυχτα μα σιωπούσαν ακόμη τα καμπαναριά. Τότε άκουσαν ψαλμωδίες. Γύρισαν. Είδαν το κελί του παπά φωτισμένο. Σηκώθηκαν. Μπήκε ο γέρος εμπρός, κοντοσίμωσαν. Ο παπάς ήταν όρθιος και λειτουργούσε.

– Για τ’ όνομα του θεού γέροντα. Μην κουράζεσαι.

– Σώπα γερο-Σηφάκη. Εξανάκουσες Ανάσταση στη Μαδάρα;

– Όι, μα μην το κάμεις.

Ο παπάς ωστόσο έψαλε, κουρασμένος μα σίγουρος. Έβγαλαν τα κεφαλομάντηλα οι βοσκοί.

– Θα σας αναστήσω ’γω, αν αποθάνω κιόλας, ξανάπε ο παπάς σε μια διακοπή.

– Θα ποθάνει, ψιθύρισε ο γέρος. Αυτός για να πει δέκα κουβέντες ήθελε ένα μεροκάματο…

– Σώπα κι αναστήθηκε, θαρρώ.

Του ’στρωσαν μια κάπα πάνω στα κλαδιά, κάθισε. Ευλόγησε τ’ αρνιά κι άρχισαν να τα πελεκούν. Έφυγε η χλομάδα απ’ τα μάγουλά του και γελούσε. Χαίρονταν η ψυχή του που σίμωναν άφοβα άνθρωποι κοντά του κι έπαιρναν απ’ τα χέρια του το κρέας.

«Θάμα, θα ’ναι, συλλογίστηκε. Από κείνα τα θάματα που γράφουν οι βίοι των Αγίων».

– Λυτρώθηκα από την αρρώστια, ε;

– Ναι, μα το Θεό γέροντα.

Δοκίμαζε κρασί, κουβέντιαζε. Ένιωθε την καρδιά του να χτυπά ορεξάτη, σαν να ’ταν είκοσι χρονών. Κι όταν είδε την ανατολή να γυαλίζει και το φεγγάρι να φυτρώνει από το πέλαγος, δεν άντεξε, γύρεψε να του φέρουν το λαγούτο… Να συμπληρώσει την ανάσταση…

Δεν πιστεύω να ξανάκουσε η Πλακόκουρτα «Χριστός Ανέστη». Γιατί ο παπάς, εγύρισε την αυγή στο κελί του, ευχαριστημένος, λυτρωμένος από την κακή αρρώστια και πόθανε…

(Από το βιβλίο Κούμοι-Μιτάτα και Βοσκοί στα Λευκά Όρη)


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

2 Comments

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα