Α’ ΜΕΡΟΣ
«Τ’ αϊ – Γιαννιού του Κλήδονα, θ’ αφήσω το μετόχι,
το ποτιστήρι των οζώ και το παλιομιτάτο,
κι αποβραδίς θα κατεβώ ν’ αλλάξω στο χωργιό μου,
να κάψω τα σκαλώματα, του Μάη τα στεφάνια,
και να πηδήξω τσι φωτιές για το καλό του χρόνου,
να βάλω και στον κόρφο μου και στο προσκέφαλό μου,
δροσόμηλο, να ’νειρευτώ ποια κόρη μέλλεταί μου,
κοντά – κοντά να θέσωμε, να με σφιχταγκαλιάσει.
Κι’ αδέ ταϋτέρου στην αυλή στ’ αϊ – Γιαννιού τη χάρη
να βγάλωμε τον κλήδονα με λύρες και τραγούδια,
να δω κι εγώ τη μοίρα μου, είντα, κοντό, μου γράφει.
Να δω τσι νιες τσι ντροπαλές, τσι χαμηλοβλεπούσες
σα ροδαρές να κάθονται, σα νύφες στα πεζούλια.
Και σα γαμπρούς στα τσόχινα τα ντελικανιδάκια,
στραβά το μαυρομάντηλο, βασιλικό στ’ αυτί ντως,
και με τ’ ασημοκούμπουρα στη μέση περασμένα.
Κι απής νετάρει ο κλήδονας και βγει το ριζικό μας,
να πιούμε αμίλητο νερό και στο χορό να μπούμε».
«Τα Δίφορα, σ. 50» Κ. Φραγκούλης
Πολλές από τις ημερομηνίες του λαογραφικού ημερολογίου της Κρήτης μας, για να μην πούμε όλες, είναι κατάφορτες απ’ ομορφιά και μεγαλείο. Και κάνουν αναμεταξύ τους ένα αθώρητο συναγωνισμό κι ένα «συνορισιό», στο ποια να φορτωθεί βαρύτερο χρυσαφί, στο ποια θα λάμπει περισσότερο, σαν είν’ η μέρα της!
Από ’κείνες που ξεκορφίζουν είναι κι οι μέρες των Κληδόνων!
Ας τις χαρούμε, λοιπόν, για να βεβαιωθούμε κι εμείς, κριτές αδέκαστοι, αν είν’ αλήθεια, τούτα τα ’παίνια, που μαζέψανε!
Από τα μικράτα μου, εγροίκουνα, ανήμερα τ’ αϊ – Γιαννιού του Κλήδονα (24 Ιουνίου), τσ’ ετοιμασίες των νέων, των νιόπαντρων, των «ταμένων» και πολλών άλλων χωριανών μου, για να πάνε στο πανηγύρι «τση γητεμένης βρύσης», απ’ επάν’ από το Σέμπρωνα.
Η ανηφορική οδοιπορία -πάν’ από τρεις ώρες- είχε τη χάρη της, αλλά και την κούρασή της, γιατί έπρεπε να κουβαλά στη ράχη του όποιος πήγαινε, εκτός από το ό,τι θα ’τρωγε και καμιά κουβέρτα, για τον βραδινό ύπνο, στο ύπαιθρο!
Όταν όμως έφτανε ο οδοιπόρος στην κορυφή, εκεί πάνω, «στον αϊ – Γιάννη, στη γητεμένη βρύση», αποζημιώνονταν και με το παραπάνω από το εξαίσιο θέαμα, π’ απλώνονταν μπροστά του!
Ανατολικά, μέσα στις καστανιές, τις κερασιές και τις ελιές, ο όμορφος Σέμπρωνας κι οι γύρω του γήλοφοι με τα κοπάδια των προβάτων και των γιτσικών να βόσκουν!
Δυτικά, η διαπεραστική ματιά μας χάνεται πίσ’ απ’ το λόφο κι ως πέρα στου Σταυρού της Καντάνου την κορυφογραμμή και κάτω της, τα χωριά του ανατολικού Σελίνου, εδώ κι εκεί, σαν αδρές πινελιές, ριγμένα, μέσα στο ασημοπράσινο των λιόδεντρων χρώμα!
Βορινά, απλώνεται η υπόλοιπη Κυδωνία, που τ’ άρωμα των πορτοκαλανθών και η θάλασσα των μυρωδάτων θάμνων, έρχεται σα λιβανωτός, στ’ αϊ – Γιαννιού τη χάρη, εδώ πάνω στο ψήλωμα!
Νοτικά -τέλος- νοιώθουμε την παρουσία τ’ Αγιερηνιώτικου φαραγγιού και ποταμιού, που πορπατεί ρίζα – ρίζα, στα θεμέλια της Μαδάρας, που ο όγκος της ανεβαίνει επιβλητικός κι αθάνατος, ξαπλώνεται ως πέρα στα Ρεθεμιώτικα, ανατολικά και ξεπλύνεται κάτω στα βαθυγάλανα νερά του Λιβυκού πελάγους!
Το ηλιοβασίλεμα, που σε λίγο έρχεται, αργοπορημένο εδώ πάνω, που κοντ’ αγγίζουμε τ’ αστέρια, μας προσφέρει απλόχερα ειδυλλιακά χρώματα και ρόδινες ανταύγειες, που θαρρώ πως είναι δύσκολο να πετύχει κανείς αλλού αυτές τις αποχρώσεις του θείου χρωστήρα!
Με τέτοια βιώματα και σε μιαν τέτοια μαγευτική φύση, γίνεται σωστό ξάφνιασμα, η καμπάνα τσ’ εκκλησούλας, για τον Εσπερινό τ’ αϊ – Γιαννιού. Και λίγο αργότερα: Θαρρώ πως το: «Φως ιλαρόν…» π’ ακούστηκεν εδώ, ποτέ στη ζωή μας, δεν το ξαναχαρήκαμε σε τέτοιαν απόλυτη συμφωνία φύσης και ύμνου εκκλησιαστικού.
Κι ύστερα γλέντι ολονύχτιο και κέφι αδιάπτωτο ως την αυγή γιατί, αξημέρωτα, χτυπά η καμπάνα για τη Θεία Λειτουργία, που με το ηλιόδοσμα κι όλας τελειώνει κι οι προσκυνητές παίρνουν τον κατήφορο, άλλοι για τα χωριά τους κι άλλοι για του Σέμπρωνα το όμορφο πανηγύρι!
Εμείς, ας κατηφορίσουμε για τα χωριά μας, γιατί κι εδώ έχουμε πολλά να χαρούμε, να δούμε, να καταγράψουμε!
Από βραδίς τ’ αϊ – Γιαννιού του Κλήδονα και του Ριζικάρη (23 Ιουνίου), διπλές είναι οι ετοιμασίες.
Τ’ αγόρια ασχολούνται πιο πολύ με τη συγκέντρωση των στεφανιών του Μάη από τα σπίτια της γειτονιάς.
Τα πιο μεγάλα φέρνουν τα κλαδιά από το «μεταξαργιό» των νοικοκυριών που το πολεμούσανε. Αλλα φέρνουν από καλαμιές, από θερισμένα σπαρτά, περυσινά κλήματα αμπελιών και θυμάρια. Κ’ όλ’ αυτά για τις φωτιές, τις «αφουνάρες», που θ’ ανάψουνε σε λιγάκι, όπου θα σκοτεινιάσει περισσότερο, στο σταυροδρόμι της κάτω γειτονιάς, στην πλατεία κι αλλού.
Εδώ μονομερίζουνε όλοι οι νέοι κι οι νέες.
Ραντίζουν πρώτα τη φλόγα με νερό και μ’ ένα κλαδί δάφνης κι αρχίζουν να πηδούν τη φωτιά τρεις φορές και να λένε:
«Περνώ το χρόνο τον καλό και πηαίνω στον καλύτερο!»
και πιστεύουν πώς τούτο είναι καλό.
Στην Ιεράπετρα, όπως γράφει η Μαρία Λιουδάκη, όταν πηδούν τις φωτιές κρατούν και μια βαριά πέτρα όσο μπορούν βαρύτερη. Τη ρίχνουν πίσω τους και λένε:
«Φεύγ’ απ’ το χρόνο τον καλό και πάω στον καλύτερο
κι όσο βαρεί η πέτρα μου τόσο μάλαμα κι ασήμι».
Σ’ άλλα πάλι χωριά της Κρήτης, όταν πηδούν τις φωτιές, εύχονται:
«Του βάρους μου μετάξι!»
ή
«Του βάρους μου το μάλαμα στο σπιτικό μας, να ’ρθει!».
Το τι γίνεται στα σταυροδρόμια και τις πλατείες σ’ όλες τις γειτονιές των χωριών και τις συνοικίες των πόλεων (όπου σιγά, σιγά μεταφύτεψε ο λαός όλον τον λαογραφικό του κόσμο), δεν περιγράφεται.
Τα γύρω σπίτια άδειασαν κι όλοι κοντά στις πυρές, καμαρώνουν τα νιάτα που πηδούν τις φωτιές, τις «φουνάρες» και συγκρίνουν ποιας γειτονιάς είναι μεγαλύτερες.
Αστεΐζονται, μελετούν και μ’ όλα τούτα δείχνουν πως διατηρούν την πανάρχαια πίστη, πως η φωτιά, η καθαρτήρια τούτη δύναμη, χαρίζει υγεία και δύναμη στον άνθρωπο!
Πανάρχαια, γιατί τη συναντήσαμε στον μύθο της Θέτιδας, της Δήμητρας, της Ίσιδας κι αλλού.
Στην Παλαιά Διαθήκη, συνδυασμένη με κάποιο μαντικό κλήδονα (Δευτερονόμιο 18, 10).
Στους Ρωμαίους, π’ άναβαν κι εκείνοι καθαρτήριες φωτιές και τις πηδούσαν.
Στα πρωτοχριστιανικά χρόνια, από τη μαρτυρία του Λουκά (κεφ. I. 8 – 20) γνωρίζουμε πως: «έξι μήνες πριν πάει στη Μαριάμ ο αρχάγγελος Γαβριήλ για τον Ευαγγελισμό, είχεν επίσης αναγγείλει στο Ζαχαρία ότι η στείρα γυναίκα του Ελισάβετ θα γεννούσε τον Ιωάννη». Εξι μήνες λοιπόν πριν τα Χριστούγεννα είναι η σημερινή γιορτή (24 Ιουνίου) της γέννησης του Προδρόμου!
Σχετική παράδοση από την Ανατολική Κρήτη, μας διασώζει η Μαρία Λιουδάκη: «Οι φουνάρες, αρχή της τελετής, συμβολίζουν, λέει ο λαός, τη φωτιά π’ άναψεν η Ελισάβετ, η γυναίκα του Ζαχαρία, έξ’ από το σπίτι της, σα γέννησε τον Ιωάννη. Από μέρες πρωτύτερα είχε πει στην Παναγία: – Μαρία, σα θα γεννήσω, θα σου κάμω χαμπάρι, με μια φουνάρα που θα ν’ άψω απ’ όξω από την πόρτα μου!». Για κειονά κι οι χριστιανοί κάνουν τσι φουνάρες κεινηνά τη βραδιά»!
Στους επόμενους Χριστιανικούς χρόνους έχουμε κι απαγορευτικές διατάξεις για τα σχετικά αυτά έθιμα πολύ συχνά. Έτσι, στην «Πενθέκτη» Οικουμενική Σύνοδο ψηφίστηκε και τούτη η ρητή εντολή: «Τας εν ταις νουμηνίαις (= πρωτομηνιές) αναπτομένας προ των εργαστηρίων και υπεραλλομένας πυράς από του παρόντος καταργηθήναι προστάσσομεν».
Κατά τα Βυζαντινά χρόνια το έθιμο του Κλήδονα «το πρώτον αναφέρει ο Μιχαήλ Ψελλός».
Αλλά και στα σημερινά ακόμη χρόνια, κάθε φορά που τελούνται τ’ Αναστενάρια στη Μακεδονία και Θράκη, δημιουργούνται προβλήματα και συζητήσεις…
*** * ***
Ξαναγυρίζουμε όμως στις συντροφιές και τις φωτιές. Λιγοστεύουν πια, γιατί κοντεύουν μεσάνυχτα κι οι παρέες. Οι φωτιές σβήνουν και τα κάρβουνα χωνεύουν.
Κι η κάθε κοπελιά, που λαχταρά να μαντέψει τ’ όνομα τ’ άντρα που θα πάρει, δεν ξεχνά πως πρέπει να μαζέψει στάχτη από τρεις φωτιές, που να τις έχει βέβαια πιο πριν πηδήσει, να τη ρίξει στην κρισάρα και μ’ έναν ιδιαίτερα μαγικό τρόπο:
«Γυμνή», πίσω από την πόρτα ενός δωματίου, κρατεί την κρισάρα πίσω της, γεμάτη στάχτη και κρισαρίζει, χωρίς να κοιτάζει. Την επομένη το πρωί εξετάζει προσεκτικά τις γραμμές ή τα σχήματα που φαίνονται πάνω στη στάχτη κι ανάλογα συμπεραίνει για το όνομα ή το επάγγελμα του μέλλοντα συζύγου της!».