» Γιάννης Μπαλαμπανίδης (εκδόσεις Πόλις)
Η ενιαία αναγνωστική πρόσληψη μιας συλλογής διηγημάτων είναι μια διαδικασία αρκετά σύνθετη, απαραίτητη ωστόσο ως προς την τελική αξιολόγησή της. Γιατί είναι διαφορετικό να νιώσει κανείς πως βρίσκεται απέναντι σε μεμονωμένα διηγήματα που απλώς συνυπάρχουν -εν πολλοίς τυχαία- σε έναν τόμο, και διαφορετικό να νιώσει πως βρίσκεται απέναντι σε ένα πλήρες έργο. Σε αυτό το σημείο είναι που πάσχουν οι περισσότερες συλλογές διηγημάτων, καθώς πέρα από ένα δύο -σπάνια περισσότερα- διηγήματα που ξεχωρίζουν και που πιθανότατα αποτέλεσαν την κινητήρια ώθηση για την τελική έκδοση, τα υπόλοιπα μοιάζει να λειτουργούν απλώς αθροιστικά, σωρεύοντας σελίδες στον δρόμο για το τυπογραφείο. Κατά την επιλογή των διηγημάτων που θα συνθέσουν την έκδοση είναι διάφορα τα ερωτήματα εκείνα που γυρεύουν απάντηση, όπως, για παράδειγμα, η χρονική απόσταση που τα χωρίζει, ή η ύπαρξη ή όχι ενός συνδετικού ιστού μεταξύ αυτών, είτε αυτός είναι θεματικός, είτε υφολογικός. Όλα αυτά τα ερωτήματα καλούνται να απαντήσουν στο κυρίως ερώτημα που σχετίζεται με τον λόγο για τον οποίο κρίνεται σκόπιμη η έκδοση αυτή, τι εξυπηρετεί, για να το θέσω πιο απλά. Η πρόσθεση ή η αφαίρεση ενός διηγήματος, ευθύνη συχνά του επιμελητή, διαθέτει υψηλό βαθμό δυσκολίας, καθώς απαιτεί διορατικότητα και οξύνοια, μεταξύ άλλων. Για τον αναγνώστη, συχνά, η απάντηση αυτή δίνεται με το πέρας της ανάγνωσης, ενίοτε και μετά την απομάκρυνση από αυτήν.
Το Largo αποτελεί την πρώτη λογοτεχνική απόπειρα του Γιάννη Μπαλαμπανίδη. Πρόκειται για μια συλλογή δεκαπέντε διηγημάτων, σχετικά μικρών σε έκταση, καθώς μόνο ένα, το Κατμαντού, ξεπερνά σε έκταση τις δεκαπέντε σελίδες, διηγήματα τα οποία διακρίνονται για τη ροπή τους στο παράδοξο. Το παράδοξο δεν αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο μιας οργιώδους φαντασίας, η πραγματικότητα το προσφέρει απλόχερα, αρκεί να έχει κανείς, όπως ο Μπαλαμπανίδης στην προκειμένη περίπτωση, το αναγκαία λοξό βλέμμα απέναντι στα πράγματα και τις καταστάσεις. Το παράδοξο δεν καθίσταται απαραίτητα ορατό εξ αρχής στο κάθε διήγημα, ενίοτε εμφανίζεται ως λύση/ανατροπή, ενώ άλλοτε διαμορφώνεται από τις συνθήκες που επικρατούν. Χωρίς το παράδοξο, το Χορευτό, για παράδειγμα, θα θα ήταν απλά μια υπέροχη μακροπερίοδη στυλιζαρισμένη αφήγηση μιας ερωτικής ανάμνησης, όσο απλό τουλάχιστον είναι -που καθόλου δεν είναι- να γράψει κανείς μια υπέροχη μακροπερίοδη στυλιζαρισμένη αφήγηση μιας ερωτικής ανάμνησης. Ή η ιστορία ενός εργαζόμενου, στο διήγημα Ωράριο εργασίας, που συνεχίζει να πηγαίνει στη δημόσια υπηρεσία όπου δούλευε, φαινόμενο, αν όχι σύνηθες, σίγουρα όχι απίθανο, θα ήταν απλά η ιστορία ενός ανθρώπου αρνούμενου να αποδεχτεί το τέλος της ιδιότητάς του ως εργαζόμενου και το πέρασμα σε εκείνη του συνταξιούχου, στα χνάρια του μελβιλικού γραφιά ίσως.
Το ελληνικό καλοκαίρι τα μεσημέρια, τότε δηλαδή που μετά το φαγητό κρύβονται όλοι στις κάμαρες για ύπνο προφυλαγμένοι από τον καυτό ήλιο που μεσουρανεί, είναι εκείνη η μαγική ώρα που ό,τι είναι στέρεο λιώνει και εξαερώνεται. Ο κόσμος ολόκληρος αποσυντίθεται μέσα σε μια παχύρευστη σιωπή και απομένουν μόνο οι λευκοί τοίχοι των σπιτιών και οι σκιές τους. Αργότερα, το απόγευμα σιγά σιγά, κι έπειτα το βράδυ, όταν με τη δροσιά ψύχεται το πυρακτωμένο υλικό του, ο κόσμος ξαναπαίρνει το σχήμα του χωρίς κανείς να το προσέξει, έτσι που είναι όλοι αφοσιωμένοι στα βραδινά ποτά τους, στις βόλτες στην προκυμαία, στα παγωτά, στα φλερτ.
Απ’ όλα τα αποσπάσματα -και ήταν αρκετά εκείνα- που σημείωσα διαβάζοντας τη συλλογή αυτή, επέλεξα το παραπάνω, τόσο γιατί το μεσημεριανό καλοκαιρινό φως στα μέρη μας, αποτυπωμένο λογοτεχνικά, μου ασκεί μια έλξη ιδιαίτερη, όσο και γιατί το θεώρησα αντιπροσωπευτικό της τρίτης κατηγορίας εντοπισμού του παραδόξου στα διηγήματα αυτά, που έχει να κάνει με τις εξωτερικές συνθήκες που επικρατούν. Έτσι, λοιπόν, στο Ένας κήπος, η παραμονή του ήρωα στο οικογενειακό εξοχικό των γονιών του στη Χαλκιδική, συνήθεια που τηρεί απαρέγκλιτα και επαναλαμβανόμενα σε ετήσια βάση, τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου, όταν και εγκαταλείπει την κανονική του ζωή στην Αγγλία για να περάσει λίγες ημέρες διακοπών. Η αποσύνθεση του κόσμου υπό τον καυτό ήλιο και η επανασύνθεσή του ύστερα, χωρίς κανείς να το αντιληφθεί, προσφέρει το κατάλληλο έδαφος για να ευδοκιμήσει ο σπόρος του παράδοξου σε μια συνθήκη καθ’ όλα γνώριμη και οικεία για τον αναγνώστη, που η επανάληψή της δημιουργεί ένα μοτίβο μέσα στο οποίο ο χρόνος απολύει τη γραμμικότητα και τη συνοχή του.
Τα δύο διηγήματα που ξεχώρισα, χωρίς αυτό σε καμία περίπτωση να αποτελεί μομφή ανισότητας ως προς το σύνολο της συλλογής, ήταν το Mergers and acquisitions (όρος που στα ελληνικά αποδίδεται ως Συγχωνεύσεις και εξαγορές) και το Πρόωρη συνταξιοδότηση. Το πρώτο, μια ιστορία συγχώνευσης δύο εταιρειών, που τα πράγματα δεν εξελίσσονται με τον πλέον αναμενόμενο τρόπο, κλείνει το μάτι στον κόσμο των επιχειρήσεων, τον διόλου αγγελικά πλασμένο αυτόν κόσμο, όπως ο σπουδαίος Γουάλας μοναδικά και πικρά παρωδεί. Η λοξή ματιά του Μπαλαμπανίδη στις εργασιακές σχέσεις είναι ιδιαίτερη, ματιά που προκαλεί ένα γέλιο πηγαίο που σύντομα πικρίζει καθώς η πραγματικότητα στέκει εκεί παρούσα μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Η αλήθεια είναι πως το μόνο διήγημα που αρχικά με “κλώτσησε” ήταν το Κατμαντού, με την αστυνομική πλοκή και τις δυνατότητες να μεγαλώσει και άλλο ώστε να γίνει μια νουβέλα, μέσω της οποίας τόσο η πλοκή όσο και οι χαρακτήρες θα έβρισκαν τον απαραίτητο χώρο. Όμως, και έχοντας πια απομακρυνθεί από την ανάγνωση, είναι ένα από τα διηγήματα που με περισσότερες λεπτομέρειες θυμάμαι, αλλά αυτό από μόνο του δεν θα ήταν αρκετό για να αναιρέσει την αρχική αίσθηση του μη ανήκειν αν δεν ένιωθα τη συγγένεια με τα υπόλοιπα στον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας συλλαμβάνει και εκτελεί την αρχική του ιδέα. Ιδέα, τις περισσότερες φορές, ορατή, που μοιάζει να αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η κατασκευή κάθε διηγήματος, εδώ που πρώτα εμφανίζεται η ιδέα με το εύρημά της και εν συνεχεία αναζητούνται οι χαρακτήρες, ο τόπος και τα μέσα με τα οποία θα απλώσει και θα αποτυπωθεί στο χαρτί. Αυτός ο ευδιάκριτος τρόπος εργασίας του Μπαλαμπανίδη καθιστά επιπλέον ορατή στον αναγνώστη όλη τη λεπτοδουλειά που απαιτήθηκε έτσι ώστε μια αρχική ιδέα να μετατραπεί σε ένα άρτιο διήγημα, γιατί, και ας κλείσω με αυτό, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μια ιδέα, όσο πρωτότυπη, ευφυής ή ενδιαφέρουσα και αν είναι, δεν αρκεί για να παραχθεί λογοτεχνικό αποτέλεσμα.