Το βιβλίο αυτό, δεν είναι, απλά, ένα βιβλίο για τη Μικρά Ασία, είναι το βιβλίο της Μικράς Ασίας! Πώς γίνεται να τοιχογραφείται η ζωή, ο πολιτισμός, η γεωγραφία, καθώς και όλο το ψυχο-ιστορικό φορτίο μιας μικρής ηπείρου -όπως δηλώνουν τα δύο συνιστώντα του ονόματός της μέρη (Μικρά Ασία)- πώς γίνεται να τροχοδρομείται το μικρασιατικό παρελθόν πάνω στις ράγες του παγκόσμιου παρόντος, πώς επιτυγχάνονται όλα αυτά σε ένα τόσο μικρό το δέμας βιβλίο;
Το παρόν βιβλίο, το βιβλίο της Μικράς Ασίας, θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι ένας πολύπτυχος φάκελος. Κάθε τμήμα-πτύχωσή του κρύβει την αυτή αποκαλυπτήρια επιβεβαίωση: Τον δυναμισμό του μικρασιατικού ελληνισμού στις αρχές του 20ού αιώνα, δυναμισμό ηθικό, πνευματικό, οικονομικο-επαγγελματικό. Αποτιμώντας την βαρύτητα των μαρτυριών που υπάρχουν εντός, αποτολμώ και προβαίνω σήμερα μπροστά σας, αγαπητοί μου, στον εξής αφορισμό: Οι τότε ρωμιοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν αυτοί οι οποίοι, παρά τις μεγάλες αντιξοότητες, διαδραμάτισαν τον κύριο ρόλο στην προοδευτική μετεξέλιξη της Ανατολίας από Οθωμανικό Δοβλέτι σε χώρο προβολής των ευρωπαϊκών αξιών: μόρφωση, επιχειρηματικότητα, ανεκτικότητα, κανόνες fair-play στον στίβο της ζωής. Γι’ αυτό και όταν, μετά το ΄22, ήρθαν στην Ελλάδα, οι ίδιοι άνθρωποι -όσοι επέζησαν- κατάφεραν να αλλάξουν τη μοίρα και αυτού εδώ του τόπου, αναμορφώνοντας προς το καλύτερο την κοινωνία, τον πολιτισμό, την οικονομία, την υλική ή άυλη παραγωγή και της δικής μας χώρας…
Ας επαναστρέψουμε, όμως, την προσοχή μας στην αρχική διαπίστωση, ότι, δηλαδή, το βιβλίο δομείται πάνω στη λογική της πτύχωσης, κερδίζοντας έτσι σε πυκνότητα, άρα και σε δραστικότητα λόγου. Όλα ξεκινούν από μια οικογένεια, την οικογένεια Κακάρογλου, τους προπάτορες του συγγραφέα, του Λεωνίδα Κακάρογλου, ο οποίος αποφασίζει να ανοίξει τον φάκελο «Μικρά Ασία» μέσα από την ιστορική πορεία των προσφιλών του προσώπων και του λόγου που αυτά εκπέμπουν, είτε σε μορφή ημερολογίου στο πρώτο μέρος (Γεώργιος Κακάρογλου), είτε σε μορφή συνέντευξης στο τρίτο μέρος (Ευάγγελος Κακάρογλου)… Μεσολαβεί ο λόγος του ίδιου του Λεωνίδα Κακάρογλου, λόγος ταξιδιωτικός και ταξιδευτικός η αφήγηση της επίσκεψης πατέρα και γιου στην προαιώνια Ιωνική πατρίδα το 1990.
ΥΠΟΦΑΚΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
Το Ημερολόγιο του Γεώργιου ξεδιπλώνεται πάνω στον ορίζοντα της διετίας 1918-1919, στη Σμύρνη και στο Σαλιχλί. Ο ορίζοντας είναι, τότε, ακόμη, ανέφελος κι ελπιδοφόρος. Η αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη μέσα από τα μάτια ενός νεαρού άνδρα προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα. Η ιστορία αποτυπωμένη τη στιγμή που πραγματώνεται˙ παρών ο ενθουσιασμός – απών ο υποψιασμός… Και ο καταγραφέας, να αφηγείται τα έξω, χωρίς όμως να αναφέρεται σε αυτά που νιώθει μέσα του…
ΥΠΟΦΑΚΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Το ταξίδι του Λεωνίδα με τον πατέρα του στη Σμύρνη τον Σεπτέμβριο του 1990. Η αφήγηση συναισθηματική, μα με καλά κρυμμένη την πίκρα πίσω από τη γραμμική παράθεση των συμβάντων. Μικρές παρενθέσεις από την ελλαδική ειδησεογραφία για να μην απορροφά εντελώς τον αναγνώστη η ποιητική χωρο-χρονία. Ο πατέρας επιστρέφει στην ιστορία, ο γιος ξαναδιαβάζει την ιστορία κι από την καλή κι από την ανάποδη… Όλοι οι διάλογοι με τους «ντόπιους» σε πλάγιο λόγιο, ξαπλωμένοι κάτω δηλαδή, για να μην κρύβουν την ουσία οι αμήχανες αβρότητες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων.
ΥΠΟΦΑΚΕΛΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
Η συνέντευξη ποταμός του Ευάγγελου Κακάρογλου στον συνονόματό του Βαγγέλη Κακατσάκη τον Ιούλιο του 1999. Το τελευταίο έτος της χιλιετίας, ο ομιλητής φαίνεται σαν να θέλει να αρθρώσει τον τελευταίο του λόγο, για να μη χρειάζεται να πει ποτέ, στο εξής, τίποτε άλλο. Είναι ο λόγος της μεγάλης γενιάς των ελλήνων του 20ού αιώνα… Ο συνομιλητής του, ο Βαγγέλης Κακατσάκης, αντιλαμβάνεται αυτήν τη διάθεση και την αξιοποιεί, με ευγένεια, υπομονή και προσήλωση στη λεπτομέρεια. Ένας ολόκληρος, χαμένος κόσμος ανασύρεται από τα αμπάρια της μνήμης τού Ευάγγελου Κακάρογλου, ένα «σήμα» από το παρελθόν, που, επιτέλους, δυο καλοί συζητητές κατάφεραν να το ενεργοποιήσουν.
ΥΠΟΦΑΚΕΛΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Οι σημειώσεις του επιμελητή της έκδοσης, Χρήστου Τσαντή. Σημειώσεις ιστορικής φύσεως κυρίως, οι οποίες συμβάλλουν στο να εξοικειώσουν τον αναγνώστη με μια δυσπρόσιτη για εμάς πραγματικότητα, έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια. Με τον τρόπο αυτόν η ιστορία μιας οικογένειας εντάσσεται στην πλατιά κοινωνικο-πολιτική διαχρονία, αλλά και αντίστροφα, κατανοούμε καλύτερα πώς το όλον γίνεται μέρος, πώς, δηλαδή, το ποτάμι της ιστορίας συνεγκολπώνει ζωές, ελπίδες, συνειδήσεις – ομάδες και άτομα…
ΥΠΟΦΑΚΕΛΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ
Το φωτογραφικό υλικό, κυρίως από την οικογενειακή κειμηλιοθήκη του Λεωνίδα. Πρόσωπα, τόποι και χειρόγραφα επιστεγάζουν στο τέλος του βιβλίου το όλο συγγραφικό οικοδόμημα.
Διερωτώμενος κανείς ποιο να είναι άραγε το συνδετικό υλικό που συνέχει τους σπονδύλους του παρουσιαζόμενου σήμερα βιβλίου, θα πρέπει να αναστοχαστεί, αφού προηγουμένως προβεί σε πολλαπλές και επάλληλες αναγνώσεις. Μόνο έτσι θα διακρίνει την όλη αλήθεια κάτω από την όποια επιφανειακή θεώρηση. Η χαμένη Εδέμ ή μια ακόμα χαμένη πατρίδα; Η περηφάνια ή η θυματοποίηση; Ο άνθρωπος ή το έδαφος;
Αγαπητοί φίλοι, θέλω και δημόσια να συγχαρώ τον Λεωνίδα Κακάρογλου και τον Χρήστο Τσαντή γιατί συνέθεσαν ένα φιλοσοφικό και ταυτόχρονα ποιητικό εγχειρίδιο, τιμώντας την επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή κατά πώς αρμόζει, χωρίς τυμπανοκρουσίες, αλλά και χωρίς οδυρμούς. Το βιβλίο είναι πρωτίστως αισιόδοξο, ένας ύμνος στον θετικά σκεπτόμενο και διαρκώς αγωνιζόμενο Έλληνα, ένα βιωματικό μάθημα ανθρωπιάς και πολιτισμού.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ και στην πρωτότυπη γλώσσα του ημερολογίου, έτσι όπως αυτή απεικονίζεται στο χειρόγραφο – αυτόγραφο του Γεώργιου Κακάρογλου, σε σχέση με την απόδοση στην κοινή νεοελληνική που έκανε η Άννα Λαμπαρδάκη. Λοιπόν, αν και ο Γεώργιος Κακάρογλου, έγραφε σε καθαρεύουσα, ας μου συγχωρεθεί το αναπόδεικτο αξίωμα, θα έλεγα ότι σκεφτόταν στη δημοτική. Και αυτήν τη γλώσσα κατάφερε να διερμηνεύσει τόσο εύστοχα η Άννα Λαμπαρδάκη, την κοινή γλώσσα του ελληνισμού, η οποία τότε, μετά τη δεκαετία του 1920, έβγαινε από τις περιχαρακώσεις του ακραίου δημοτικισμού και αφομοίωνε δημιουργικά, κυρίως μέσω της επερχόμενης γενιάς του ΄30, τόσο τον πλούτο των ιδιωμάτων, όσο και τη στιβαρότητα της λόγιας παράδοσης. Υ.Γ. Δεν είναι τυχαίο, το ότι οι πιο πολλοί εκπρόσωποι της λογοτεχνικής γενιάς του ΄30 είναι μικρασιατικής καταγωγής.
Κλείνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ στην ποιητική διάσταση του βιβλίου. Ποιητική διάσταση που θα υπήρχε και χωρίς την ποιητική ιδιότητα του Λεωνίδα Κακάρογλου, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για τον σημαντικότερο σύγχρονο Χανιώτη ποιητή. Καθώς η ποιητική πρόσληψη του πραγματικού είναι, μάλλον, θέμα παιδείας και εκμάθησης, το βιβλίο, εν συνόλω, καταφέρνει σε πρώτο επίπεδο να συγκινήσει τον αναγνώστη γνήσια λυρικά και σε δεύτερο, μεταγνωστικό επίπεδο να τον μυήσει στην πρόσληψη του αδήλωτου.