Στὸ σημερινὸ λεξιλόγιο, πλὴν πολλῶν ἄλλων γλωσσικῶν στοιχείων μὲ ρίζες στὸ μακρινὸ παρελθόν, ὑπάρχουν δεκάδες λέξεις ποὺ παρουσιάζουν ξεχωριστὴ καὶ γι’ αὐτὸ ἐνδιαφέρουσα ἰδιαιτερότητα. Ἂν καὶ τὸ γνώρισμα ποὺ τὶς χαρακτηρίζει ἔχει ἐξαλειφθεῖ ἀπὸ τὴ σύγχρονη Γραμματική, ἡ ἔνταξή τους στὴν καθημερινὴ ἐπικοινωνία μας εἶναι τόσο ἁρμονικὴ καὶ πειστική, ποὺ τὶς προσπερνᾶμε χωρὶς νὰ προσέχουμε τὴν ἰδιαιτερότητά τους.
Πρόκειται γιὰ μετοχὲς παρακειμένου τῆς μέσης / παθητικῆς φωνῆς ρημάτων τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς. Εἶναι ρηματικοὶ τύποι ποὺ σχηματίστηκαν ἔχοντας ἀναδιπλασιασμό, προσθήκη δηλαδὴ στὴν ἀρχὴ μιᾶς συλλαβῆς τὴν ὁποία ἀποτελοῦσαν τὸ ἀρχικὸ σύμφωνο καὶ ἕνα ἔψιλον (ε). Γιὰ τὰ ρήματα ποὺ ἄρχιζαν ἀπὸ φωνῆεν ὁ ἀναδιπλασιασμὸς γινόταν μὲ ἔκταση (μετατροπὴ) τοῦ βραχέος φωνήεντος σὲ μακρὸ, ἐκτὸς ἂν τὸ φωνῆεν αὐτὸ ἦταν μακρό, ὁπότε ἔμενε ἀμετάβλητο. Ὑπῆρχαν καὶ ἄλλοι κανόνες, ὅπως καὶ μορφὲς ἀναδιπλασιασμοῦ, ποὺ δὲν εἶναι τοῦ παρόντος.
Ἐπέλεξα καὶ παραθέτω στὴ συνέχεια περίπου ἑπτὰ δεκάδες ἀπὸ αὐτὲς τὶς λέξεις. Θὰ ἦταν δυνατὸν (καὶ χρήσιμο) νὰ τὶς ἐντάξουμε σὲ ὁμάδες μὲ βάση τὸ πῶς καὶ σὲ ποιές περιπτώσεις χρησιμοποιοῦνται, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι πρόκειται γιὰ ἀποκλειστικὲς χρήσεις (σὲ παρένθεση τὰ ρήματα ἀπὸ τὰ ὁποῖα προκύπτουν οἱ μνημονευόμενες μετοχές).
Ἔτσι, ὡς ὅροι στὴ Γραμματικὴ ὑπάρχουν ἡ ὑπογεγραμμένη (ὑπογράφομαι) καὶ οἱ συνηρημένες (συναιροῦμαι) συλλαβές (παλαιότερα, ἀκόμη καὶ σήμερα ὅμως, αἰτήσεις, ἀναφορὲς κ.λπ. ἄρχιζαν μὲ τὴν ἐσφαλμένη φράση “Ὁ κάτωθι ὑπογεγραμμένος…”). Ὡς ὅρους σὲ κατασκευὲς καὶ γενικότερα ὡς τεχνικοὺς ὅρους βρίσκουμε τὶς μτχ. ἐξηλασμένος (βλ. στὸ τέλος), πεπιεσμένος (πιέζομαι), τεθωρακισμένος (θωρακίζομαι). Στὸ χῶρο τῶν ἐπιστημῶν: τεθλασμένος (θλῶμαι), ἐγγεγραμμένος (ἐγγράφομαι), κεκορεσμένος (κορέννυμαι), πεπερασμένος (περαίνομαι), κεκλιμένος (κλίνομαι), ἀνεστραμμένος (ἀνaστρέφομαι). Στὴν πολιτική: δεδηλωμένη (δηλοῦμαι), ἐπιτετραμμένος (ἐπιτρέπομαι). Στὴ θρησκεία: ἡγιασμένος (ἁγιάζομαι), ἐψηφισμένος (ψηφίζομαι), κεχαριτωμένος (χαριτοῦμαι), ἐσταυρωμένος (σταυροῦμαι), κεκοιμημένος (κοιμοῦμαι). Στὴ Δικαιοσύνη: δεδικασμένο (δικάζομαι), σεσημασμένος (σημαίνομαι), βεβαρημένος (βαροῦμαι). Στὴ Γεωγραφία: διακεκαυμένος (διακαίομαι).
Ὡς οὐσιαστικό, μεταξὺ ἄλλων, ἢ μὲ παράλειψη τοῦ οὐσιαστικοῦ οἱ μετοχὲς γεγονὸς (γίνομαι), κεκτημένα (κτῶμαι – ἀλλὰ καὶ κεκτημένη ταχύτητα), πεπατημένη (πατοῦμαι), πεπραγμένα (πράττομαι), ἐστεμμένος (στέφομαι), συμβεβλημένος (συμβάλλομαι). Στὴ θέση κοινοῦ ἐπιθέτου, ὁμόριζου ἢ μή, τίθενται συχνὰ οἱ μετοχὲς προβεβλημένος (προβάλλομαι), βεβιασμένος (βιάζομαι), πεπειραμένος (πειρῶμαι), ἐσφαλμένος (σφάλλομαι), ἐσκεμμένος (σκέπτομαι – καὶ ἐπίρρημα ἐσκεμμένα), ἐξεζητημένος (ἐκζητοῦμαι), συνεσταλμένος (συστέλλομαι), ἐγνωσμένος (γινώσκομαι). Ὡς προσδιορισμὸς συγκεκριμένων οὐσιαστικῶν συνηθίζονται οἱ μετοχὲς κεκλεισμένων (τῶν θυρῶν / κλείομαι), τεθλιμμένοι (συγγενεῖς / θλίβομαι), ἀπονενοημένο (διάβημα – συνήθως γιὰ αὐτοκτονία / ἀπονοοῦμαι), προτεταμένο (ὅπλο) / τεταμένη (κατάσταση, ἀτμόσφαιρα / τείνομαι), (κοινὰ καὶ) τετριμμένα (τρίβομαι), (ὑπερβαίνω τὰ) ἐσκαμμένα (σκάπτομαι), δεδουλευμένα (ἡμερομίσθια / δουλεύομαι), καταγεγραμμένα (στοιχεῖα / καταγράφομαι), κατειλημμένη (θέση / καταλαμβάνομαι), ἀνειλημμένες (ὑποχρεώσεις / ἀναλαμβάνομαι).
Στὴ λόγια γλώσσα κυρίως παρεμβάλλονται τύποι ὅπως λελογισμένος (λογίζομαι), εἰσηγμένος (εἰσάγομαι), ἐξηρτημένος (ἐξαρτῶμαι – ἀλλὰ καὶ ἐξαρτημένος), προσβεβλημένος (προσβάλλομαι), πεπλανημένος (πλανῶμαι – ἀλλὰ καὶ πλανημένος), ἐγκαταλελειμμένος (ἐγκαταλείπομαι), νενομισμένος (νομίζομαι), ἀποδεδειγμένος / ἐνδεδειγμένος (ἀπο-/ἐνδείκνυμαι), προσκεκλημένος (προσκαλοῦμαι – ἀλλὰ καὶ καλεσμένος), προηγμένος (προάγομαι), πεφωτισμένος (φωτίζομαι), διατεθειμένος (διατίθεμαι), ὑπεσχημένος (ὑπισχνοῦμαι), πεπαιδευμένος (παιδεύομαι), πεπαλαιωμένος (παλαιοῦμαι), (συγ)κεκαλυμμένος (συγ-καλύπτομαι). Εὐρείας, τέλος, χρήσης, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ θέμα γιὰ τὸ ὁποῖο γίνεται λόγος, εἶναι οἱ μετοχὲς συγκεκριμένος / διακεκριμένος / ἐγκεκριμένος (συν / δια / ἐγκρίνομαι), συνημμένος (συνάπτομαι), δεδομένος (δίδομαι), τετελεσμένος (τελοῦμαι), μεμονωμένος (μονοῦμαι), διεφθαρμένος (διαφθείρομαι), πεπεισμένος (πείθομαι), κατεστραμμένος / διεστραμμένος (κατα-/ διαστρέφομαι), ἐσπευσμένος (σπεύδομαι. Καὶ ἐπίρρημα ἐσπευσμένα /-ως), ἐπηρμένος (ἐπαίρομαι).
Ἡ ἀναπαραγωγὴ καὶ χρήση τῶν λέξεων αὐτῶν μὲ ἀναδιπλασιασμὸ δὲν ἰσχύει πάντοτε, καθὼς πολλὲς χρησιμοποιοῦνται μὲ ἀφαίρεση αὐτοῦ τοῦ στοιχείου. Παράδειγμα οἱ τύποι δηλωμένος, ψηφισμένος, μονωμένος, χαριτωμένος, πιεσμένος, θωρακισμένος, περασμένος, δικασμένος, κλεισμένος, θλιμμένος, πατημένος, πεισμένος, ἁγιασμένος, φωτισμένος, σταυρωμένος, καλυμμένος, ἐξαρτημένος. Αὐτὸ μᾶς παραπέμπει στὸ ὅτι στὸ λεξιλόγιό μας ὑπάρχει μεγάλος ἀριθμὸς μετοχῶν παρακειμένου, μέσου / παθητικοῦ, τὶς ὁποῖες χρησιμοποιοῦμε ὡς ἐπίθετα καὶ χωρὶς ἀναδιπλασιασμό.
Ἀντίθετα, ὁρισμένες διατηροῦν πάντοτε τὸν ἀναδιπλασιασμό: ἐπιτετραμμένος, συνηρημένος, ὑπογεγραμμένη, τεθλασμένος, κεκλιμένος, ἀπονενοημένος, (προ)τεταμένος, σεσημασμένος, κεκτημένος, πεπειραμένος, ἐσκεμμένος, ἐξεζητημένος, συνεσταλμένος, συγκεκριμένος.
Ἡ ἀπαλοιφὴ τοῦ ἀναδιπλασιασμοῦ σὲ μετοχὲς τὶς ὁποῖες ἔχουμε συνηθίσει περίπου σὰν γλωσσικὰ στερεότυπα ἢ ἀπολιθώματα διαφοροποιεῖ τὴ σημασία τους – συνήθως διευρύνεται τὸ νόημά τους: δεδηλωμένη (ψῆφος, ἐμπιστοσύνη) / δηλωμένος, ἐσταυρωμένος (γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό) / σταυρωμένος, κεχαριτωμένη (Θεοτόκος) / χαριτωμένος, πεπιεσμένη (σανίδα κατασκευασμένη ἀπὸ μικρὰ κομμάτια ξύλου ποὺ συγκολλῶνται μὲ συμπίεση) / πιεσμένος, τεθωρακισμένο (ἅρμα μάχης) / θωρακισμένος, δεδικασμένο (γιὰ ἀπόφαση δικαστηρίου ποὺ ἔχει ληφθεῖ ἐπὶ συγκεκριμένου θέματος) / δικασμένος, κεκλεισμένων (τῶν θυρῶν) / κλεισμένος, τετριμμένα (κοινὰ καὶ τετριμμένα) / τριμμένος, πεπατημένη (γιὰ δήλωση παραδοσιακῆς διαδρομῆς ἢ πορείας) / πατημένος, βεβιασμένος (αὐτὸς ποὺ συντελέστηκε μὲ βιασύνη: ἀπόφαση) / βιασμένος.
Ὁ ἀναδιπλασιασμός, ὁ ὁποῖος σχετίζεται κυρίως μὲ τοὺς χρόνους παρακείμενο, ὑπερσυντέλικο καὶ τετελεσμένο μέλλοντα, πέρασε ἀκόμη καὶ σὲ ὀνόματα (πεποίθηση, βέβαιος, κεκράκτης). Ὅπως εὔκολα συνάγεται ἀπὸ τὰ παραδείγματα ποὺ ἐπιλέχθηκαν γιὰ τὸ σημερινὸ σημείωμα, ἦταν σημαντικὸ συστατικὸ στὴ διαμόρφωση ρηματικῶν τύπων. Τὸ ὅτι στὴ νεότερη ἐποχὴ δὲν ὑπάρχει καθιστᾶ ἐνίοτε δύσληπτες ὁρισμένες ἀπὸ τὶς λέξεις τῆς καθημερινῆς ἐπικοινωνίας. Στὴ δυσκολία αὐτὴ ὀφείλεται καὶ ἐκτροπὴ ἀπὸ τὸ σωστό, ὅπως συνέβη μὲ τὴ μνημονευθείσα λέξη ἐξηλασμένος. Ἡ ὁποία ὡς τεχνικὸς ὅρος χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ προσδιορίσει τὸ χημικὸ ὑλικὸ πολυστερίνη, ἔχει δὲ σχηματιστεῖ κατὰ τὸν τύπο τῶν μετοχῶν τοῦ παρακειμένου. Ἐκεῖνος ποὺ τὴν ἐπινόησε (ἀπὸ τὸ ρῆμα ἐξελαύνομαι= σφυρηλατοῦμαι) δὲν γνώριζε μάλλον πὼς ἡ σωστὴ μορφὴ τῆς λέξης εἶναι ἐξεληλαμένος. Ἴσως παρασύρθηκε ἀπὸ τὸ ἐπίθετο ἐξήλατος= σφυρηλατημένος (καὶ ὁ ὅρος, πάντως, “πολυστερίνη” χαρακτηρίζεται ἀνεπιτυχής).
Σημειώνω, τέλος, πὼς ὄχι σπάνια ἀποφεύγεται ἡ χρήση μετοχῆς μὲ ἀναδιπλασιασμό, ἴσως ἐπειδὴ παραπέμπει στὴ λόγια γλωσσικὴ παράδοση (μὲ τὴν ὁποία κάποιοι νιώθουν ἄβολα…). Στὴ θέση της τότε εἰσάγεται ἢ φράση μὲ τὸ ἴδιο νόημα ἢ τύπος περιφραστικὸς τοῦ παρακειμένου εἴτε του ἴδιου εἴτε ὁμόριζου ρήματος: ἐγνωσμένος / εἶναι γνωστός, πεπειραμένος / ἔχει πείρα, διατεθειμένος / ἔχει τὴ διάθεση, κατεστραμμένος / ἔχει καταστραφεῖ, προηγμένος / ἔχει προαχθεῖ.
*Ο Γεώργιος Ἰ. Λουπάσης είναι Φιλόλογος
Από όσα παρέλειψα να προσθέσω το “ἡνωμένος” (ἑνοῦμαι): Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλεια, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Και παλαιότερα Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία (κ.λπ.). Σήμερα, βέβαια, κάνουμε λόγο για Ενωμένη Ευρώπη!