Ξέρεις… Να… Ξύπνησε το φως. Και το στερέωμα στέκεται σ’ όλο του το νόημα. Καθαρό. Και ξάστερο. Και ξέρεις… Μου ήρθε στο νου μιά φράση από τις παλιές γραφές. ”Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι”. Και ‘γω, που είμαι ο φτωχότερος απ’ όλους, τω πνεύματι, μακάριος γιατί δεν νιώθω ;
Νιώθω όμως ολόκληρος, την ηρεμία και την γαλήνη του στερεώματος, το ξημέρωμα. Βλέπω το φως ν’ ανασαίνει. Και να πάλεται. Ως χορδή. Ακούω τη μουσική της σιωπής. Ακούω τον παλμό των χορδών των αοράτων. Που γεμίζουν τα σύμπαντα. Πόσα να ‘ναι τα σύμπαντα άραγε ; Έχει σημασία ; Πόσα να’ ναι τα στερεώματα ; Στο νέφος το αρχέγονο, κάνω επίκληση. Να γεννήσει ότι είναι να γεννηθεί. Καθώς κοιλοπονά, μιά αιωνιότητα τώρα. Ίσως και να ‘ρθε η ώρα της γέννας. Που θα δώσει μορφή, στην αρχέγονη αγάπη. Γιατί αυτή είναι που υπήρχε από πάντα. Που δεν γεννήθηκε και δεν πέθανε ποτέ. Μορφοποιήται κάθε στιγμή από απαρχής του κόσμου. Θα μου πεις… Ποιά ανάγκη κάνει αυτήν την αρχέγονη αγάπη να μορφοποιεί ; Δεν ξέρω. Αυτή το ξέρει μόνο. Ίσως να ψυχανεμίζομαι απλά. Πως κάθε καινούργια μορφή, πλασμένη κατ’ εικόνα της, έχει την ελευθερία να γίνει κι αυτή αρχέγονη αγάπη. Και να γεννήσει καινούργιους κόσμους. Και καινούργια σύμπαντα. Νιώθω την καθαρότητα του στερεώματος σ’ όλο του το φωτεινό γαλάζιο. Λίγα νέφελα ανασαίνουν πάνω από τα όρη. Κι ο άνεμος, κρύος. Μαρτιάτικος. Κάνει πολύ κρύο τώρα που όλη η πλάση αναγεννάται στις πρώτες μέρες της Άνοιξης. Μιά δύναμη. Η δύναμη της αναγέννησης. Που κάθε πλάσμα της αρχέγονης αγάπης, την νιώθει. Φτάνει να έχει διατηρήσει την αγνότητα και την απλότητά της. Είμαι σίγουρος πως όλοι την νιώθουν. Έστω μιά στιγμούλα. Και μετά την αποδιώχνουν. Σχεδόν αμέσως. Γιατι άραγε ;
Όλη η ομορφιά είναι ακριβώς αυτή, η αγνότητα και η καθαρότητα της αρχέγονης αγάπης. Ακριβώς αυτή. Αλλά βλέπεις… Δεν ξέρω… Κάποιες φορές σκέφτομαι πως ο Οντως Ον, δεν μπορεί παρά μόνο καλό να πλάσει. Και σκέφτομαι πως όλοι έχουν τις πληγές τους. Μα το αν παραμείνουν έτσι όπως πλάστηκαν, εξαρτάται από το πως θα διαχειρισθούν αυτές τις πληγές. Κι αυτό δεν έχει να κάνει παρά με την ελευθερία της επιλογής που έχει ο καθένας. Να επιλέξει την αρχέγονη αγάπη που έπλασε τα πάντα και τον ίδιο. Γνωρίζοντας όμως πια την διαφορά της μορφής από το αμορφοποίητο. Ξέρεις η μορφή είναι το πρόσωπο
Τ ο πρόσωπο εκείνου που μας έπλασε κατ’ εικόνα του. Μπορούμε να γυρίσουμε στις απαρχές της πηγής. Και να γευτούμε το καθάριο νερό της. Και να πούμε και ‘μεις… Γεννηθήτω Φως…. Γεννόντας αιώνια. Και ατέρμονα. Καινούργιους κόσμους και σύμπαντα. Και να γίνουμε ένα με το αρχέγονο Έν. Σα κοιτάξεις από ψηλά. Τα σημεία του ορίζοντα είναι μόνο αυτό το σημείο. Που υπήρχε από πάντα. Που δεν γεννήθηκε. Μα γεννιέται πάντα. Κι αυτό είμαστε όλοι. Ως αρχεγονο Έν. Ως αρχέγονη εμπιστοσύνη. Στο Καλό κα Αγαθό.