Ανεµαζοχτηκαν στο νου, αγγέλοι και δαιµόνοι και του χτυπουν θυρόφιλα, σα το σφυρί στ’ αµόνι.
Καλοσορίζω τους και ‘γω κι είπα να τους κεράσω, µε τις δυνάµεις τ’ ουρανού τι έχω να µοιράσω.
Μα δε µε καταδέχτηκαν κι όλοι γελούνε οµάδι, το γιάντα δε κατάλαβα, πως µ’ έβαλαν σηµάδι.
Και κάθοµαι αντάµα τους και σιγοψιθυρίζω, σκοπούς απου ξεχάστηκαν, µα ‘γω τους ξεχωρίζω.
Κι αρχίσανε να τραγουδούν οµάδι µου κι εκείνοι, ω! τον παντέρµο τον σκοπό, κέφι απου τους δίνει.
Και βάζω τους να πιούνε µιά και δυό και τρις και δέκα και στα ουράνια έµοιαζαν λεβέντες µε γιλέκα.
Και λέγουν µου να µην το πεις, οµάδι πως γλεντούµε, αγγέλοι τε και δαίµονοι, θα καταντροπιαστούµε.
Κι απόης ντράπηκε η αυγή, ο Αυγερινός σαν ήρθε κι όλα κατακοκκίνησαν και δώθε µα και ΄κειθε.
Μα τελειωµώ δεν είχε µπλιό το γλέντι των αγγέλω, ακλούθα µας, µου έλεγαν και άλλο που δεν θέλω.
Κι ήρθε ο ήλιος κι έφυγε, κατέφτασε η νύχτα, σκοπούς λέγουν που ξέχασες, θυµήσου τους και ρίχτα.
Να ‘τανε δυό µερόνυχτα, να ήταν δυό φεγγάρια, απου τον νου µου έπαιξαν, στο κέφι τους, στα ζάρια.
Και κάποτε απόκαµαν, κουράγιο που το έχουν, σκοπούς που δεν εκάτεχαν, έµαθαν να κατέχουν.
Και γύρισαν στα σύµπαντα και ‘γω ανεµαζώνω, στο λέω αγγελοδαίµονες, πως δεν ξαναταµώνω.