Ενας θεός ξυπόλητος μου χτύπησε το νου μου, μία νυχτιά καλοκαιριού, βλέμμα του δειλινού μου.
Ήταν βρεγμένος αητός, χαΐνης απ’ τα όρη, είχε κρυφές λαβωματιές απο αγάπης δόρυ.
Δε μίλησα, μα του ‘γνεψα στη σκέψη να περάσει, στη πάχνη μου των λογισμών να ‘ρθει να ξαποστάσει.
Εφόραγε της ζήσης μου το μαύρο πανωφόρι κι ένα τσιγάρο κράταγε σβησμένο ξεροβόρι.
Τονε ρωτώ πουθ’ έρχεται και μ’ απαντά εντός σου, εκειά απου ‘χεις ασκιανούς να σεργιανούν στο φως σου.
Του έβαλα κούπα κρυφή – δάκρυ, να ξεδιψάσει και δυό χαμένους κεραυνούς που ‘χα, ψωμί να πιάσει.
Του έβαλα να κοιμηθεί στ’ όνειρα της καρδιάς μου, μα ντράπηκα ηταν φτωχά ρούχα της καταχνιάς μου.
Εγέλασε κι ήταν αυτό το γέλιο ένα ποτάμι, που έλουσε και έπλυνε κάθε, ψυχής, το δράμι.
Και ύστερα με κοίταξε μα πάλι δε μιλούσε και τότε είδα τα φτερά στο κόρφο που φυλούσε.
Τα έβγαλε, μου τα ‘δωσε και είπε είν’ δικά σου, στα φύλαξα χρόνια πολλά, πριν έρθω στον οντά σου.
Μου τα ‘χες δώσει σα παιδί μία νυχτιά του θέρους, τ’ αστέρια οντε κοίταζες, τ’ άφησες παραμέρους.
Τα πήρα και στα φύλαξα χρόνους σαράντα δέκα, οντε εσένα η έρημος τους λογισμούς σου ελέκα.
Και ύστερα κοιμήθηκε σα το παιδί στ’ αλώνι και η νυχτιά αλάφρωσε, τις σκέψεις δε μαλώνει.
Και ‘μένα μου ‘ριξε η αυγή το πιο ζεστό της γέλιο, οντε χαθείς θε να βρεθείς στ’ αγάπης το θεμέλιο.