Ητανε λεει µια φορά, µια νεράιδα. Είχε µάθει στην οµορφιά κι ήταν, ξωτικά κι αυτή, όµορφη. Ό,τι ήθελε, αρκεί να το ευχόταν και γινόταν.
Ζούσε στα παραµύθια. Αυτός ήταν ο κόσµος της. Γεµάτος ξωτικά, δράκους, κάστρα και µαγικά νερά. Μα ένα πρωί σκέφτηκε πως καλό θα ήταν να γνωρίσει και τον κόσµο τον τούτο, που ζούνε οι άνθρωποι. Και αποφάσισε να δραπετεύσει από τα παραµύθια της. Απλά το ευχήθηκε. Και έγινε. Και ξαφνικά βρέθηκε στον κόσµο τον τούτο. Άρχισε να περπατά. Πέρασε πόλεις και χωριά και µεγάλες πολιτείες. Ανέβηκε στα όρη, ταξίδεψε όλες τις θάλασσες.
Μα κάτι έλειπε. Έλειπαν οι άνθρωποι. Ήταν κάτι που µοιάζανε µε ανθρώπους, αλλά πού ήταν η ψυχή τους άραγε. Έψαξε από ‘δω, έψαξε από κει, µα πουθενά η ψυχή. Κάποτε αποφάσισε να µιλήσει. Και ρώτησε κάποιον. Πού είναι η ψυχή σου; Αυτός ήταν βιαστικός και ούτε γύρισε να τη δει. Μετά ρώτησε κι άλλους. Πού είναι η ψυχή σου; Μα απάντηση δεν έδινε κανείς. Ούτε κανείς ενδιαφέρθηκε να σταµατήσει και να κοιτάξει καν. Λυπήθηκε πολύ η νεράιδα. Σκέφτηκε. Τι να κάνει τώρα; Τα παραµύθια δεν τη γέµιζαν πια. Μα ούτε και ο κόσµος ο τούτος τη γέµιζε. Αλλιώς τα περίµενε. Κι αλλιώς τα βρήκε.
Σκέφτηκε να καλέσει κάποιον από τα παραµύθια να τη βοηθήσει. Μα όλες οι γιαγιάδες δεν έλεγαν πια παραµύθια. Και δεν µπορούσε να καλέσει κανέναν. Κάθισε σε έναν ψηλό λόφο. Είχε νυχτώσει. Κι ουρανός ήταν γεµάτος άστρα. Κοίταξε ψηλά. Ήταν όµορφα. Ένα αεράκι της µίλησε. Και της είπε. Πήγαινε εκεί που είναι τ’ αστρα. Η νεράιδα σκέφτηκε λίγο. Κι αµέσως χαµογέλασε. Συνέχισε να κοιτά ψηλά. Ο ουρανός την αγκάλιασε.
Έτσι νόµισε. Και έτσι ήταν. Και ευχήθηκε. Να γίνει άστρο. Και µε µιάς, ανέβηκε εκεί ψηλά. Και άστρο πια ήταν. Χαµογελούσε. Βρήκε κι άλλα άστρα που τη ρωτούσαν πουθε ήρθε. Τότε κι αυτή χαµογέλασε καλοκάγαθα. Και είπε. Μια δραπέτισσα είµαι. Απλά µια δραπέτισσα. Κανένα άστρο δεν ήθελε καλύτερη απάντηση.
Όλα έτρεξαν κοντά της. Κι αυτή άρχισε να λέει τις ιστορίες της. Πως ήταν λέει µια φορά, µια νεράιδα. Που δραπέτευσε. Απο τα παραµύθια. Τα κανονικά. Και τα άλλα.