Μα ‘γω Ιθάκες δε ζητώ, αιώνια ταξιδεύω, ο δρόμος είναι η ψυχή που κάθε αυγή γυρεύω.
Ο δρόμος δεν είναι φευγιό, δεν είν’ παρα φροντίδα για να κρατάς οτι αγαπάς στου ήλιου την αχτίδα.
Γιάντα; ρωτούν οι ασκιανοί, μα απάντηση δε δίνω, το φως τους γέννησε κι αυτούς, δε ξέρουν, δε τους κρίνω.
Οντ’ αγαπάς είσαι αυγή, νυχτιά και φως που τρέχει κι αν κάποτε είχε μιαν αρχή, τέλος, θωρρείς, δεν έχει.
Αιώνιος ταξιδευτής, στο βλέμμα λέει αλήθεια κι ανε τον χάσεις, ψάξε τον στου νου τα παραμύθια.
Οι μύθοι είν’ αληθινοί, στο λένε στο φωνάζουν αυτό που είναι σταθερό κι αν οι καιροί αλλάζουν.
Γίνε και ‘συ ωσάν το φως σύμπαντος που γεννιέται, φεγγάρια κι αν επέρασαν απ’ Άδη δε νικιέται.
‘Κειός π’ αγαπά γίνεται φως και ασκιανός και σκότος, στο πόνο του άλλου θα πονά θα τον φροντίζει πρώτος.
Είν’ το ταξίδι μακρινό τσ΄αγάπης, οντ’ αρχίζει, πολεμιστής αν και θνητός τη μάχη συνεχίζει.
Γι’ αυτό Ιθάκες δε ζητώ, γιατί μαζί μου έχω ό,τι αγαπώ και γίνομαι φως που αιώνια
τρέχω.