Και σκέφτεσαι κάποιες φορές. Έντονα. Και µετά µε ανακούφιση.
Τον δρόµο. Έναν δρόµο µακρύ. Όµορφα κακοτράχαλο. Απάτητο. Που εσύ τον ακολουθείς. Και µοιάζει ατέλειωτος αυτός ο δρόµος. Γεµάτος γεγονότα είναι. Γεµάτος απο τον εαυτό σου είναι. Και κάποιες φορές λες. Θα τ’ αλλάξω όλα. Και ζώνεσαι το σακίδιό σου. Είναι αυτές οι φορές που προτίµησες κάτι το κοσµικό, κάτι που κάνουν όλοι. Και που είναι ξεκούραστο. Μα είναι µια ψευδαίσθηση ξεκούρασης αυτή για σένα. Γι’ αυτό και λες θα τ’ αλλάξω όλα.
Και παρέα µε το σακίδιό σου, παίρνεις πάλι τον όµορφο κακοτράχαλο δρόµο. Που είναι γνώριµός σου. Που αυτόν τον δρόµο µόνο θεωρείς δικό σου. Και αµέσως κατεβαίνουν τα τάγµατα των αγγέλων. Και αµέσως κατεβαίνουν όλοι οι στρατιώτες άγιοι. Να σε συνδράµουν. Κι αµέσως αναστενάζει η ψυχή. Αλαφρωµένη. Ευτυχώς για λίγο τον άφησες τον κακοτράχαλό σου. Για λίγο. Τώρα πάλι µαζί του είσαι. Κι είναι µαζί σου όλα τα αόρατα. Τι όµορφα που είναι τα αόρατα αλήθεια. Εχουν µαζί τους τη µελωδία του είναι σου. ‘Εχουν µαζί τους τη χαρά της ψυχής σου. Εχουν µαζί τους τα αρώµατα απο τα όρη. Τα νεφελοσκεπασµένα. Τα δικά σου όρη. Που µοσχοµυρίζουν θυµάρι και δυόσµο, κοντά στις πηγές του νου σου. Που ξένες εικόνες δεν έχουν. Μήτε αναµνήσεις.
Μήτε τίποτα. Είσαι µόνο εσύ αυτες οι µυρωδιές. Εσυ κι ο δρόµος σου. Που µοσχοµυρίζει χώµα βρεγµένο απ’ το δάκρυ των αοράτων. Που καιρό είχες να συναντήσεις. Κι έπρεπε να δεις πως πολύ κοσµικός έγινες.
Έπρεπε να δεις το λάθος σου. Και να γυρίσεις σε αυτούς. Τους δικούς σου αόρατους. Τους µοναδικούς δικούς σου. Που σε τάισαν ουρανό κι αστέρια. Που σε τάισαν την πιθανότητα του απείρου. Και πως θε να γυρίσεις κι εσύ. Εκεί απ’ όπου ήρθες. Απο το άπειρο. Απο τις µυρωδιές του. Παρέα µε τον όµορφο δρόµο σου. Τον κακοτράχαλο. Που δεν τον προτιµά κανείς. Κι ευτυχώς να λες.
Κι είναι αυτός ο γεµάτος οµορφιά δρόµος, ο δύσκολος, είναι ο δικός σου. Ο δρόµος που µοσχοµυρίζει το δάκρυ των αοράτων. Η ψυχή σου. Ζωσµένη µε ό,τι άρµατα της έδωσαν οι αόρατοι. Κι είσαι ξανά πάλι. Στον δρόµο σου. Στον δρόµο των αοράτων.