Μεταμεσονύχτι. Κι ο άνεμος, μοιάζει λύκος πληγωμένος. Κι η κραυγή του, μπαίνει μέσα από τις χαραμάδες του είναι, σφυρίζοντας. Κι είναι ο ήχος αυτός, του παγωμένου ανέμου η ανάσα.
Κι είναι ο ήχος αυτός, του παγωμένου Θεού η ανάσα. Που καταχτυπά τα φυλλοκάρδια. Μπας και ανοίξει κάποιος να μπει. Παγωμένη είναι η νύχτα. Χιονιάς ο καιρός. Και τα χέρια των ανθρώπων, σα σε προσευχή. Μιλούνε λες, με τη μιλιά των ανέμων. Που είναι ίδια για όλους. Που του καθένα τα δικά του λόγια , λες και ψιθυρίζουν οι άνεμοι. Σε ποιόν τέτοια ώρα να μιλήσει κανείς, παρά μόνο στους ανέμους. Ανάμεσα στις οροσειρές, το σπήλιο τ’ αγριμιού της ψυχής. Νέφελα βαριά γεμάτος, τ’ ουρανού ο θόλος.
Μοιάζει ταπεινό ξωκκλήσι, που ‘χουν απλώσει οι άνθρωποι, τα δίκτυα από το λιομάζωμα. Άργησε να ‘ρθει ο χειμώνας. Μα πάντα χειμώνας είναι. Όπως και να ‘χει. Μπήκε ξαφνικά. όταν όλοι κοιμόνταν. Και βάλθηκε να τους κρατήσει ξάγρυπνους. Καιρός ήταν για λίγη ξαγρύπνια. Να δουλέψει λίγο η ψυχή, για να συναντήσει τα αόρατα. Να πάψει η φλυαρία του νου. Να αναλάβει η ψυχή, το τιμόνι. Τέτοιοι καιροί, ψυχή θέλουν. Τι να σου κάνει ο φτωχός ο νους. Δύναμις. Ναι Δύναμις. Που λέει και το λειτουργικό.
Γιατί θαρρείς, οι χρόνοι κι οι καιροί, δόρατα έγιναν. Και πρέπει να ‘ναι πλάτη πλάτη οι μαχητές, με τις ασπίδες τους γύρω. Μπας και φοβηθούν τα θεριά του κόσμου τούτου. Που μέσα στον καθένα είναι. Πλάτη με πλάτη, για να φαινόμαστε πολλοί. Γιατί λίγοι είμαστε. Πολύ λίγοι. Κι είμαστε λίγοι, όχι λιγοστοί. Πα να πει, δουλειά θέλει ακόμα η ψυχή. Δουλειά πολύ. Και το μαντέμι, για ν’ αποκτήσει τη δύναμή του από φωτιά περνά πρώτα πρώτα, από τον τεχνίτη. Κι ο δικός μας τεχνίτης, βάλθηκε μαντέμι να μας κάνει. Κι η πληγωμένη μιλιά των ανέμων συνεχίζει όλη τη νύχτα να μπαίνει από τις χαραμάδες της ψυχής. Έξω δεν υπάρχει ψυχή ζώσα. Κι ελπίζεις, μέσα, η ψυχή, ζώσα να ‘ναι ακόμα. Ακούγεται ο χτύπος της. Σα το σιδερά, που σμιλεύει με το σφυρί του το μαντεμένια χαμόγελό της. Κι έχει το πρώτο φως. Σα να ‘ναι ο ουρανός κατάσαρκα.