Ο,τι ορίζει ο άνεµος, ορίζει κι η καρδιά µου, νύχτα βαθιά µου έλαχε να έχω συντροφιά µου.
Κι όποιος ορίζει τον καιρό, του όνειρου ορίζει, ανθός π’ ανθίζει στη νυχτιά κι ευωδιά χαρίζει.
Περνά καιρός, περνά βουβός, στο νου µου δεν εµίλιε, τι να σου δώσω που ποθείς, µοναχικέ µου ήλιε.
Εσύ που δίνεις πάντα φως, µα ‘γω έχω σκοτάδι, Μαινάδα µοίρα µύρωσε, το νου µου κι όχι χάδι.
Κι όλο ζητώ το άπιαστο, εκείνο που δεν φτάνω και στου απείρου τις στροφές, χάθηκα κι όλο χάνω.
Κι ύστερα ‘πο το ύστερα και στο µετά τ’ ονείρου, µιά µέρα σα να ξύπνησα, στο µισεµό τ’ απείρου.
Σα χάθηκαν τα σύµπαντα, πήγα κι εγώ µαζί τους κι ήτανε πρώτη µου φορά, που είδα τη πνοή τους.
Κι άκουσα την ανάσα τους, χόρεψα στο σκοπό τους κι ήτανε σα να κέρδισε ο νους µου, τον καηµό τους.
Κι είχαν καηµό παντοτινό τα σύµπαντα τ’ απείρου, µέρος να γίνουν ακριβό, ενός κρυφού ονείρου.
Τ’ ονείρου απου έζησα και κάθε µέρα ζω το και µου µαθε πως να θωρώ των άνεµων το χνώτο.
Κι οι άνεµοι που ήξεραν, ότι εγώ δεν ξέρω, δώρο µου δίνουν µυστικό, στο νου µου να το φέρω.
Κι ο νους µου αναστέναξε, µ’ έναν καηµό µονάχο, ποιός είδε ότι ένιωσε, κλαδί πάνω σε βράχο.
Να το χτυπούν οι άνεµοι και ρίζες να µην έχει κι όµως σα να ‘ναι από Θεού, στο κόσµο αυτό ν’ αντέχει.
Ότι ορίζει ο άνεµος, ορίζει κι η καρδιά µου, νύχτα βαθιά µου έλαχε να έχω συντροφιά µου.