Το σκοτάδι έχει πέσει για τα καλά στο κόσμο τούτο. Μα το σκοτάδι, περνά, όσο γρήγορα ήρθε, στης αιωνιότητας το παραθύρι. Σα να ‘ναι τα σύμπαντα μαζεμένα στο θάνατο του χειμώνα. Που χειμώνας δεν ήταν καλά καλά. Κι αναρωτιέσαι. Γιατί να θέλει κάποιος να μετρήσει την αιωνιότητα.
Τι νόημα θα ‘χε. Θυμήσου το παιχνίδι με τους κρίκους. Πέντε κρίκοι ένα τάληρο. Περάστε κόσμε. Όλοι οι κρίκοι της αιωνιότητας ένα τάληρο. Πουλάς κι αγοράζεις την αιωνιότητα, έναντι πινακίου φακής. Κάποιος εκεί ψηλά θα γελά τρανταχτά με όλα αυτά. Βρε, που μπλέξαμε…
Σίγουρα θα λέει σκασμένος στα γέλια. Και τι δεν θα ‘δινες να άκουγες αυτό το γέλιο που έρχεται από εκεί ψηλά. Ξέρεις ότι αυτοσαρκάζεσαι. Μα τι άλλο να κάνεις. Με τα τεκτενόμενα. Σ ου έρχεται Αριστοφανικά να ανθυροστομήσεις.
Αχ… Το σκοτάδι έχει πέσει για τα καλά στο κόσμο τούτο. Θα πεις , θα ξημερώσει. Κοιτάς. Νωρίς είναι ακόμα για να ξημερώσει. Αργεί ακόμα να ξημερώσει. Και νιώθεις πως ίσως δεν ξημέρωσε ποτέ στο κόσμο τούτο. Στο κόσμο που του χαρίστηκε το φως, δεν ξημέρωσε ποτέ. Ποιός να το περίμενε. Που θα ‘λεγαν και τον παλιό καιρό οι γιαγιάδες. Μονολογόντας. Και πλέκοντας. Κουνόντας το μαυροφορεμένο κεφάλι τους. Ειναι όλα ένα παραμύθι.
Με μια διαφορά. Μόνο δράκους έχει αυτό το παραμύθι. Που φυλάνε σα τα μάτια τους, το νερό της ψυχής. Κάπου μακριά. Στις εσχατιές της δημιουργίας. Κι είναι και δράκοι και άγιοι αυτοί. Γιατί αρνούνται να αφήσουν τις πηγές
. Σκέψου να χαθούν οι πηγές. Αυτές οι σπάνιες. Οι πραγματικές. Σε ένα κόσμο παραποιημένο και μασκαρεμένο αδιάντροπα.
Ο άνεμος θα φυσήξει λες. Που θα πάει… Θα φυσήξει. Να αεριστεί η ψυχή. Να αεριστεί η ζήση τούτη. Κι είναι τόσο αστείο. Να χωρίζει κανείς την ζωή την τούτη, από την ζωή την άλλη. Ο κόσμος ξέχασε τους μύθους του. Ξέχασε την αρχέγονη γνώση, που βρίσκεται μέσα στη ζωή απ’ όταν αυτή γεννιέται. Παραμορφώθηκε ο κόσμος τούτος. Κι δράκοι κι οι άγιοι, την πλάτη του γυρίζουν. Μα το χειρότερο είναι πως και οι νέοι, την πλάτη του γυρίζουν. Το χειρότερο. Και θα μιλήσουν πάλι για τις εποχές. Θα βρουν κάτι που δεν βρήκαν ακόμα. Μα που ήταν ολοφάνερο. Θα και θα.
Αχ… Το σκοτάδι έχει πέσει για τα καλά στον κόσμο τούτο. Και το χειρότερο απ’ όλα. Δεν καταλαβαίνει κανείς το φως. Γι’ αυτό και το φως την πλάτη του γύρισε. Κάπου σε μια γωνιά του σπιτιού σου έχεις μια αγιογραφία.
Ένας παλιός, αγριωπός γενειοφόρος σε κοιτά αυτηρά. Και σου λέει.
Αχ… Το σκοτάδι έχει πέσει για τα καλά στο κόσμο τούτο. Και ‘συ ακροβατείς στης σκέψης το λάθος. Σα κάθε μέρα.