Σήμερα είδα τα μάτια τ’ ουρανού. Κι ήταν όμορφα. Κι αυγή ήταν ένα ρόδι ριγμένο στο άπειρο. Έτσι για γούρι. Και μετά σηκώθηκε το φως. Κι ήταν ένα γλυκό νιώσιμο, το άγγιγμα της πλάσης. Και μετά ήταν ένα τρυφερό μεσημέρι.
Σα τον κλεφτό υπνάκο, που πέρνεις στη καρέκλα με ανοιχτό παράθυρο. Να μπαίνουν όλοι οι ήχοι. Και λες πως τίποτα παράταιρο δεν είναι στη φύση.
Και μετά το φως νύσταξε. Και πήγε να κοιμηθεί. Και είχαν μιά γλύκα τ’ αστέρια, καθώς άναβαν το ένα μετά το άλλο. Καθώς ανάβεις ένα φτωχό κερί σ’ ένα ξωκκλήσι.
Ακόμα και τ’ όνειρο διαφορετικό ήταν σήμερα. Σα ζεστό πανωφόρι. Απλωμένο στα πέρατα του νου. Κι έμοιαζαν όλα κοντινά.
Ξέρεις όλα είναι δικά σου, όταν καταλάβεις πως τίποτα δικό σου δεν είναι στο κόσμο αυτό. Είναι όλα δώρο. Γι’ αυτό και ‘συ, δώρα να κάνεις. Δεν κοστίζουν τίποτα τα δώρα της καρδιάς. Ούτε το χαμόγελο κοστίζει. Ούτε ο καλός ο λόγος.
Και πας παντού, με ένα καλημέρα σ’ έναν άγνωστο ταξιδιώτη. Που ταξιδιώτης είναι, όπως είσαι και ‘συ. Όλοι ταξιδιώτες είμαστε του κόσμου τούτου.
Ταξίδεψε με αυτό που νιώθεις. Κι αν σου περισεύει ένα κομμάτι ψωμί, μοίρασέ το. Να πιείτε μιά ρακί μ’ αυτό, μ’ έναν περαστικό, από τη ζωή σου. Γιατί να ξέρεις. Όλα προς το παρόν είναι. Κι όλοι περαστικοί είμαστε. Από παντού.
Γι’ αυτό χαμογέλα. Να ‘σαι αυτό που πραγματικά είσαι. Ότι πραγματικά είναι ο καθένας, δε μπορεί παρά να είναι όμορφο. Και το φως… Πιές το φως. Γίνε φως.
Μην ορκίζεσαι δεν είναι απαραίτητο. Αρκεί ο λόγος σου. Να κρατάς τον λόγο σου. Μετά, όταν κατέβηκα στη πόλη, είχε καλά χαράξει. Κάθησα σ’ ένα παγκάκι και μοιράστηκα ένα ζεστό σισαμένιο κουλουράκι με μιά περαστικιά γάτα. Και μετά γύρισα με τα πόδια στο βουνό μου. Κι είπα ευχαριστώ.
Στους πάντες και στα πάντα. Είναι απίστευτο πως τα μεγαλύτερα ταξίδια, δεν κοστίζουν παρά μόνο ένα χαμόγελο. Όταν αποφασίσεις να είσαι αυτός που πραγματικά είσαι, όλα αλλάζουν. Να είσαι. Όχι να δείχνεις ότι είσαι.
Και σου λέω πως… Σήμερα είδα τα μάτια τ’ ουρανού. Κι ήταν όμορφα.