Μέσα στου νου µου τη πνοή, στο βρυχηθµό του νου µου, ανοίξαν θύρες κι ευρηκα, δρόµο του µισεµού µου.
Και παίρνω στράτες τ’ αστεριώ, τ’ αερικών τις στράτες κι είναι θαρρείς να έβγαλα, φτερούγες µεσ’ στις πλάτες.
Πετώ πάνω ‘πο θάλασσες και σ’ όλης της πλάσης µέρη, άνεµος δε γεννήθηκε στου νου µου το ληµέρι.
Κι ακροβατώ κι ακροπατώ, στις άβυσσους, στους κόσµους, βαρύ φορτίο διάλεξα να κουβαλώ στους ώµους.
Βλέπω ότι δε βλέπετε, γροικώ ότι ακούτε, θεριό δεν είµαι, µήτε φως, µήτε το σκότος, ούτε.
Είµαι τα πάντα του παντός και τίποτα δεν είµαι, µήτε ανθός, που µέλισσα να θέλει να τρυγεί µε.
Ένα λιθάρι είµαι ‘γω, σ’ ενός γκρεµού την άκρη, απου της γης νιώθω, θαρρείς, κάθε τριγµό και δάκρυ.
Ακρίτας εκεί στέκοµαι, τις ρίζες να φιλώ τις, ενός δεντρού µοναχικού, χωρίς να τις χαλώ τις.
Κι αυτό µου δίνει ευχαριστώ, των φυλλωµάτων χάδι, π’ ένα µικρο µου άφησε, στα γένια µου σηµάδι.
Αγγίζω το σα να ‘ναι αυτό ο θησαυρός που έχω κι αν µε ρωτάς αν µε πονά, πόνο δεν τον κατέχω.
Τι πόνο να ‘χει, λέγουσι, τα ξωτικά του νου µου, ένα λιθάρι που γροικά, κρυφά του ουρανού µου.
Κατέχει ότι έγινε κι ότι θα γίνει ακόµα κι ενός δεντρού τα µυστικά σ’ ενός γκρεµού το δώµα.
Κατέχει ότι έκανες το σκάλισες µε πένα, ο βιός τ’ ανθρώπου είναι κι αυτός όµοιος µε µια γέννα.
Γιατί όλο σκέφτεται, µιλά, σα να γεννά συνέχεια, λες και δε βρήκε έρηµο, µήδε ψυχής ανέχεια.
Ένα λιθάρι είµαι ‘γω, σ’ ενός γκρεµού την άκρη, αέρηδες φοβούνται το, είµαι των άστρων δάκρυ.