Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Λέξεις πίσω από τον Μύθο: Το δώρο

Η ζωή κοιτούσε έξω απο το παραθύρι της. Ηταν απογευματάκι ενός νιογέννητου καλοκαιριού. Που είχε πάρει σοβαρά τον ρόλο του. Έβλεπε η ζωή και σχολίαζε, μιλόντας στον εαυτό της. Και έλεγε : Δώρο λένε πως είμαι. Ποιανού άραγε ; Εκείνη την ώρα περνούσε μιά παρέα παληκαράκια. Μετά κατι κοπελίτσες, δυο- δυό, που έλεγαν χαμογελόντας, ποιός ξερει τι. Μετά κατι κουρασμένοι γλεντοκόποι, που μόλις είχαν τελειώσει το ουζάκι τους. Μετά, παιδιά.

Πολλά παιδιά. Μα δεν τέλειωσαν τα σχολειά; Που βρέθηκαν τόσα παιδιά; Μετά κάτι γηραιές κυρίες. Με άψογο μαλάκι και πολύ χιουμοριστικά καπελάκια. Έχουν χιούμορ οι γηραιές κυρίες. Πολύ. Μετά κάτι παππούδες με τσάντες για ψώνια. Αυτοί κι αν έχουν χιούμορ σκέφτηκε. Μετά, κάτι νέοι, βιαστικοί , με το αυτί τους συνδεμένο με μια ουτοπία. Ή με μιά οπτασία. Όπως θες πες το. Μετά κάτι πλανώδιοι μουσικοί. Ντάλα μεσημέρι να τραγουδάνε σε παλαι’ι’κούς ρυθμούς. Ποιος ξέρει πούθε έρχονταν. Μετά κάτι στρατιώτες. Σε ζευγάρια. Να προχωράνε άψογα ντυμένοι στο μελαγχολικό τους βλέμα.

Μετά… Μα πόσοι είναι ; Σκέφτηκε η ζωή. Και δεν ξεκόλαγε τα μάτια της από το παραθύρι της. Δίπλα της έμεναν κάτι απο αλλού. Καταλάβαινε την γλώσσα. Όχι πως την ήξερε. Αλλά να… Από την χροιά της φωνής. Πότε τρυφερή. Πότε θυμωμένη ναζιάρικα. Πότε θυμωμένη αληθινα. Μερικές φορές άκουγε ένα τροπικό νανούρισμα, ενός μωρού που δεν είχε δει. Αλλά το άκουγε. Α κουγε το παράπονό του, όλα τα μεσάνυχτα της ζήσης της, η ζωή. Γλώσσες πολλές .

Ολες δικιές της. Τις καταλάβαινε κι ας μην τις ήξερε. Μετά σιωπή για λίγο. Άρχισε να φυσά ξαφνικά. Πρώτα ελαφρά. Μετά δυνατώτερα. Εκείνη την ώρα πέρασε και μιά κυρία συνομίληκή της. Χωρίς τσάντα. Δεν κρατούσε τίποτα. Κοιτούσε τον ουρανό και προχωρόντας κουνούσε αμυδρά το κεφάλι της. Λες να βρέξει ; Μονολόγησε. Ισως. Που να πήγαινε αυτή η συνομίληκή της χωρίς τσάντα. Κοιτόντας ψηλά. Σχολιάζοντας με την σκέψη της. Που η ζωή την άκουγε. Ξαφνικά ένα ασθενοφόρο βιαστικό. Μετά τίποτα πάλι. Απεναντι απο το παραθύρι της είχε ένα δέντρο. Μάλλον νεραντζιά θα ήταν. Κάποιες φορές κατι περασάρικα πλάσματα, έκοβαν ένα δυο νεράντζια.

Τα μύριζαν και τα ‘περναν αντάμα τους. Μετά πήγε για ψώνια η ζωή. Και άκουσε την συνομίληκή της να λέει. Όμορφη είναι η ζωή. Ναι, αλλά τώρα τελευταία κάνει νερά, είπε η πωλήτρια. Κι συνομήλική της επέμεινε. Όμορφη είναι η ζωή. Και οι όμορφες κάνουν νάζια.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα