Φωτιά θωρρώ κατάματα το φλογερό σου βλέμμα, εισαι αδερφή μου και νερό δε γίνεται το αίμα.
Είμαστε ίδιες, ‘σόχρονες, ενός θυμού η γέννα, μοίρας δεν έχουμε γραφτό, της λιώσαμε τη πένα.
Οι άνεμοι κι οι θύελες εμας μας δυναμώνουν, δε μας εσβύνουν οι καιροί που άλλους τους σκοτώνουν.
Κι οντε μας λούσει η θάλασσα, λάβα η αναπνιά μας, βράχοι γινόμαστε ψηλοί, σκληρή ειν’ η θωρριά μας.
Και μας φοβούνται τα θεριά, μας αγαπούν τ’ αγρίμια και στις κορφές μας, κεραυνοί, παλιών θεών συντρίμια.
Καλώ σε να ‘ρθεις να με βρεις, φλόγα μου αδερφή μου, να καίμε ομάδι τις αυγές, να ζεσταθεί η ψυχή μου.