Ένα καικι έρχεται απ’ του παντός τα κάλη, δεν έχει τόπο να σταθεί, µηδέ δικιά του αγκάλη.
Κα’ί’κι µου µεταξωτό, µετάξι είσαι γεµάτο, σε τραγουδούν χα’ί’νιδες, στις νερατζιές ‘πο κάτω.
Γεράκια αγγελόµορφα, µικρά αηδονάκια, είσαι το ίδιο όµορφο σαν τα σκληρά χαράκια.
Κινάς να πας στα σύµπαντα, στου σκότους τα λυχνάρια, η εµορφιά είν’ εµορφιά, σαν έχει γη καθάρια.
Κι είναι η γη της εµορφιάς, η της ψυχής η χώρα,’κει που σαν φεύγεις θα γυρνάς, τ’ Αυγερινού την ώρα.
Κι είναι η γη της εµορφιάς, µιά ταχινή µιάς µέρας, τότε που χάδι έδωσε, κάθε αρχής το πέρας.
∆εν θα σταθείς κα’ί’κι µου σε µέρη που ‘ναι πλάνα,µα σε λιµάνια τόσα να, όσα χωρά µιά µάνα.
∆εν θα σου λείψουν τα θεριά, δεν θα ζητάς σπουργίτια, µηδέ στρατούς που έχουνε αιµάτινα σειρήτια.
Μα θα σου λείψουν οι λαλιές των ξωτικών, που λένε, δάκρυ που ‘ναι πολύτιµο, δεν το ‘χουν για να κλαίνε.
Γιατί ‘ναι δάκρυ αµοναχό µέσα στου νου τη χώρα, µεσ’ της ψυχής την εµορφιά, τ’ Αυγερινού την ώρα.
Τότε είναι που φεύγουνε όσοι µακριά πηγαίνουν, νερό δεν έχει για να πιούν, δεντρό να ξαποσταίνουν.
Όλο το σύµπαν περπατούν κι όλο και ξεµακραίνουν, σαν τις παλιές αλοτινές, απου το νου πικραίνουν.
Είναι στιγµή που θα διψούν και κουρασµένοι θα’ναι και θα σκεφτούν πολύ µακρά είναι εκεί που πάνε.
Τραγούδι τότε αρχινούν, θάρρος ξανά να πάρουν, το δάκρυ απου φύλαγαν, τ’ άγνωστο να τρατάρουν.
Κι αυτό το δάκρυ των πολλώ, το δάκρυ του χα’ί’νη, είναι ότι πολύτιµο, κέρασµα που το δίνει.