Φέρνει γύρα η σκέψη, µέσα στων καιρών το σπήλιο. Κι είναι ένα σπήλιο παράξενο αυτό. Εχει ανοίγµατα µεγάλα, απ’ όπου µπαίνουν οι δυνάµεις. Και µέσα του όλα τα νέφελα µαζεύονται. Κι είναι αυτά τα νέφελα, αγγελιοφόροι του παντός. Που µήνυµα φέρνουν.
Στους καιρούς του τώρα. Πανάρχαιο είναι αυτό το µήνυµα. Απο τότε λες, που πρωτοφάνηκαν τα σύµπαντα. Κι αφουγκράζεται ο ασκητής. Κι αφουγκράζεται κι ο µαθητής του. Σαν το κουβάρι µπλέκεται, ο µόνος τρόπος για να το ξεµπλέξεις είναι να του χαλαρώσεις τα νήµατα. Έτσι είναι πιο ευκολο κι οι κόµποι να λυθούν και να το ξαναµαζέψεις µε τάξη. Γαλήνεψε το λιόγερµα. Μα τα θεριά δεν θα κοιµηθούν. Άγρυπνα θα ‘ναι.
Γιατί ξέρουν πως το καλό κυνήγι, νύχτα γίνεται. Κι είναι τη νύχτα που θα γραφτούν οι προαιώνιοι λόγοι. Για να ‘ναι έτοιµοι το ξηµέρωµα να φέρουν. Θαρρείς εύκολα έρχεται το ξηµέρωµα ; ∆εν έρχεται εύκολα. Ότι αληθινό είναι, έχει πόνου γέννα. Μπορεί κι οι δαίµονες ν’ αγρυπνούν. Που πάντα αγρυπνούν αυτοί. Και κοιτούν ευκαιρία να ‘βρουν, το ξηµέρωµα να µποδίσουν. Μα αγρυπνούν κι οι άγγελοι, που η αιώνια παλώµενη ψυχή τους, σε θέλει κοντά της. Γιατί είναι αυτοί που το µήνυµα φέρουν. Και το προσέχουν.
Και κάνουν όσο πιο γρήγορα µπορούν για να φτάσουν µέχρη το σπήλιο. Μποδίζοντας των δαιµόνων το δρόµο. Είναι καλό να υπάρχει το απόλυτο σκοτάδι. Και ξαστεριά να µην έχει. Έτσι οι στρατιώτες άγγελοι θα φτάσουν πιο γρήγορα στο σπήλιο. Γι ‘ αυτό οντε σκοτάδι βαθύ πέφτει, σκέψου πως αυτό καλό είναι. Γιατί ο δρόµος των αγγέλων, χωρίς εµπόδια ξετυλίγεται. Κι είναι η σκέψη του ασκητή που τους ακολουθεί.
Που τους βοηθά µε τα πανάρχαια λόγια της δέησης. Της δέησης στο καλό και αγάθό. Κι αυτά τα λόγια ο ασκητής, απέξω τα ξέρει. Για να µπορεί να τα πει, ακόµα και στο πιο πυκνό σκοτάδι. Κι είναι αυτά τα λόγια θαρρείς, που θάρρος δίνουν στους αγγελιοφόρους του µηνύµατος, να συνεχίσουν ακούραστα. Μέχρη να φτάσουν στο σπήλιο. Κι όταν φτάσουν κάποια στιγµή µέσα στην αιωνιότητα, το σπήλιο αυτό θ’ ανοίξει. Όπως ανοίγουν οι ουρανοί, κάθε που η δύναµις φαίνεται. Και βαφτήζεται στη ψυχή του καθενός, που τα λόγια ξέρει τα πανάρχαια. Που δεν θα κουραστεί ποτέ να τα λέει, καλώντας τη δύναµη και τους αγγέλους της.
Εχει µικρύνει πολύ η µέρα στους καιρούς µας. Και έχει πληθύνει το σκοτάδι. Κι αυτό δεν έχει να κάνει µε τις εποχές του χρόνου. Εχει να κάνει µε το σκοτάδι το ίδιο. Που µπορεί να χαίρεται. Μα χαιρονται κι οι ασκητές. Γιατί έτσι, χωρίς να το καταλάβει, θ’ ανοίξουν τα ουράνια στο προαιώνιο µήνυµα. Που όπου να ‘ναι φτάνει στο σπήλιο της σκέψης, των καιρών και των χρόνων.