Σα τη κουρτίνα έσυρα όλους τους ασκιανούς μου κι είδα τη σιγαλιά γυμνή και χάρηκεν ο νους μου.
Και όντε πέθαινε το φως, γεννιόνταν το σκοτάδι, κάπου μακριά, το σύθαμπο, ερχόντανε σα χάδι.
Κι ήτανε χίλια νέφελα περαστικά, της σκέψης, όλα όσα σου έδωσα, αυγή μου, μη τα στρέψεις.
Κι ακροπατώ ‘κει που πονώ, το βράδυ να γλυκάνω κι είναι πεσκέσι που ‘βαλα στο λογισμό απάνω.
Κι αυτός, διόλου δε χάρηκεν και πίσω μου το στέλνει, το βήμα της αποκοτιάς, σα ναύτης μου τα ψέλνει.
Και λέγει μου, σα το θεριό πλανιέμαι, τι του φταίω και τρις και λίγο ακροπατώ, ‘κει που πονεί τον καίω.
Και πάλι ξαναλέγει μου, λίγο να τον αφήσω, στο σύθαμπο, ν’ αναπαυθεί κι άλλο μη τον σκοτίσω.
Και ‘γω καλά κατάλαβα, πως κάποιο δίκιο έχει, τον στέλνω εδώ, τον στέλνω εκεί, συνέχεια να τρέχει.
Άλλο πεσκέσι του ‘δωσα, του λογισμού κι εχάρει, του ‘δωσα χίλια χρώματα, του δειλινού, να πάρει.
Κι έγιν’ ο πόνος ο κρυφός, σα τη σβησμένη γόπα, μεσ’ στο τασάκι π’ άφησα, γέλασε σα του το ‘πα.
Και είπε μου, πιο γρήγορα έπρεπε να το κάνω, οσάν τους χίλιους έρωντες, που κέρδισα, μα χάνω.
Κι ήπια και μιά γουλιά καφε και γελασεν η σκέψη και ζήτησε κι αυτή να ‘ρθει, ‘κει που την είχα πέψει.
Κι έγινε γλέντι απ’ τα παλιά, με λύρες και λαγούτα, σα σου κοντάει έρωντα, μέσα στο νου μου βούτα.
Να ξέρεις το χατήρι σου, εγώ δε θα το κάνω και τρις και λίγο να ‘ρχομαι εις τον οντά σου απάνω.
Σα περασάρικο πουλί, σ’ άλλες στεριές θα πάω και θα γλεντώ τα νέφελα, που τόσο αγαπάω.
Απόψε λες πως άργησε να πέσει το σκοτάδι, σα σύθαμπο, ως την αυγή, είν’ το δικό σου χάδι.
Κι όλος ο νους μου γέμισε, του τρυγητή τα δώρα, άμα δεν είχα πλανηθεί, γέλιο δε θα ‘χα τώρα.