Κάποιες φορές, είναι σα να σταματά το μέσα του ανθρώπου. Σα να ‘φτασε στο τέρμα θαρρείς. Σα να ‘φτασε στον προορισμό του. Μετά απο μακρινο ταξίδι. Μέσα στων καιρών τα νέφελα. Είναι τότε που δεν έχει σημασία τίποτε άλλο.
Παρα μόνο το τώρα. Το σήμερα. Άλλη μέρα δεν υπήρξε. Ούτε υπάρχει. Άλλη στιγμή δεν υπήρξε. Ούτε υπάρχει. Μόνο το τώρα. Η στιγμή της ανάσας. Αυτής. Που φτάνει μέχρη τα τρίσβαθα της αβύσσου του είναι. Κι είναι αυτά τα τρίσβαθα, άγνωστα. Θαρρείς κανείς πως δεν μένει εκεί. Κι όμως. Καθώς φαίνεται, εκεί είναι όλα. Και τότε το βλέμα αλλάζει. Σταματά ν’ ακολουθεί τη σκέψη. Κι ακολουθεί τα τρίσβαθα. Και μοιάζουν τα όρη, πιο στεφανομένα με την ανάσα τ’ ουρανού. Κι είναι η ανάσα σου, πια, τ’ ουρανού η ανάσα. Και λες. Τι ευτυχία είναι τούτη. Τι πληρότητα. Κι ούτε που σκέφτεσαι πια.
Γιατί έχεις γίνει ένα με τα νέφελα και τους αέρηδες. Που καταχτυπούν τις εικόνες του έξω. Σα να θέλουν να τις κλείσουν. Και να μείνει μόνο η ευτυχία. Η χαρά. Κι ένα χαμόγελο. Τόσο δα. Μόλις που διαγράφεται. Και λες πως άξιζε όλης της ζωής ο δρόμος. Ο όμορφα κακοτράχαλος. Γεμάτος με πέτρες και λιθάρια. Ένας ζωντανός δρόμος. Που τελικά, στο τώρα οδήγησε. Και υπάρχει μόνο το τώρα, πια.Τίποτ’ άλλο. Κι είναι η μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού, στις γωνιές της σκέψης, κάθε που ξημερώνει.
Κι αξημέρωτα ξυπνάς. Να το οσμιστείς. Και να χα’ι’δέψεις τα αόρατα. Είναι όμορφα τα αόρατα. Κι είναι κι αυτά στο τώρα. Στην ευτυχία. Και τους αρκεί το μειδίαμα του είναι, κάτω από του αποσπερίτη τ’ αναστέναγμα. Τι αναστέναγμα κι αυτό αλήθεια. Ακριβώς σα το δικό σου. Όταν όλα τ’ αλλα, τα έχεις βάλει να κοιμηθούν. Κι έχεις μείνει μόνο εσύ ξύπνιος. Μαζί με τ’ ουρανού την ανάσα. Και τ’ αναστέναγμα του αποσπερίτη. Παρέα με των αοράτων το απόσταγμα.