Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Λέξεις πίσω από τον Μύθο: Του χρόνου το παραµύθι

Λιακάδα. Το αραχνο΄’υ’φαντο του ορίζοντα τρίζει απο καθαριότητα. Κι ύστερα νύχτα. Το αραχνο’υ’φαντο του ορίζοντα απλώθηκε σα µαύρη τήβενος. Κι ύστερα το υφάδι του ξεπλέκτηκε. Ινες, ίνες. Το µάζεψες. Όπως µάζευαν παλιά τις κλωστές. Ήσυχα ήσυχα, έφτιαξες µια µπάλα. Κι αποφάσισες να πλέξεις άλλο υφάδι των οριζόντων.

Έτσι, γιατί είχε ησυχία η πλάση. Κι αναρωτήθηκες, να βάλω λίγη καταιγίδα ή θα χαλάσει η πλέξη ; Που να ‘βαλα τις καταιγίδες ; Στη σκέψη ίσως. Για να δω καλύτερα… είπες. Και ξεχύθηκε ο νους, άγριο άτι, κατά τις κοιλάδες της µνήµης. Και κάλπαζε το άτι, κάλπαζε.Και σταµατηµό δεν είχε. Ωσπου κάποια στιγµή δίψασε. Είδε νερό. Και σταµάτησε. Κοίταξε. Είδε το µονοκερό του στο µέτωπό του. Είδε και τα φτερά στη ράχη του. Κι αναρωτήθηκε το άτι. Μα γιατί έτρεχε καλπάζοντας ; Αφου  µπορούσε να πετάξει. Και ξέχασε να πιεί νερό. Κι αντί γι αυτό, άρχισε να πετά. Ήταν όµορφο πέταγµα. Μα δεν πρόσεξε και µπλέχτηκε στο υφάδι των οριζόντων. Όµως χωρίς να διστασει στιγµή, έδωσε µια µε το µονοκερο του και έσχισε το υφάδι. Τώρα πια τίποτα δεν το σταµατούσε.

Ανέβηκε ψηλά. Και χόρευε µαζί µε τους  αστερισµούς. Τότε σε µια γωνιά, ξεχασµένη απο τα σύµπαντα, είδε τις καταιγίδες. Μεγάλη χαρά είχε. Πήρε στη ράχη του τις καταιγίδες και τις έφερε στην υφάντρα που τις είχε χάσει. Μόνο τότε ησύχασε. Η υφάντρα του χάιδεψε τα φτερά. Του έδωσε νερό της ψυχής του αρχέγονου κτίστη. Αυτό το νερό το ήπιε το άτι. ∆εν ξεχασε την δίψα του κοιτόντας το µονόκερο και τα φτερά του. Το ήπιε. Και µετά γωνάτησε σε µια γωνιά που την είχε κρατήσει η υφάντρα σε περίπτωση που ευρισκε τις καταιγίδες.

Για να τις τακτοποιήσει όπως πάντα έκανε µε  ολα της τα υφάδια. Οι καταιγίδες όµως την παρακάλεσαν να τις αφήσει να πάνε νµα βρούνε τα νέφελα που καιρό είχαν να τα δουν. Η υφάντρα ποτέ δεν χαλούσε χατήρι στις καταιγίδες. Κι έτσι άνοιξε το παραθύρι της, και τις άφησε να φύγουν. Κι αυτές ξεχύθηκαν στο υφάδι των οριζοντων. Γελόντας και τραγουδόντας το προαιώνιο τραγούδι. Αυτό, που µόνο η µνήµη ξέρει να τραγουδά καλα΄. Α! µνήµη σε βρήκα. Φώναξε γελόντας η υφάντρα.

Στο µεταξύ, βαθέως ορθρου, ξύπνησες και ‘συ. Κοίταξες γύρω. Και πίσω απο το παλιακό ρολόγι που µετρούσε του χρόνου το παραµύθι, είδες ένα πολύχρωµο κουβάρι. Όνειρο ήταν είπες. Καιρός για αγρύπνια.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα