«Κάποιες λέξεις είναι τόσο μεγάλες και τόσο άδειες που μπορεί μέσα σ’ αυτές να κρατήσεις αιχμάλωτα ολόκληρα έθνη»
(Stanislaw Jerzy Lec, 1909-1966, Πολωνός συγγραφέας)
ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ στη ζωή, φράσεις ή λέξεις -κυρίως με ιστορική/πολιτική χροιά- να μας βασανίζουν επίμονα. Το ίδιο συμβαίνει και με κάποιους ανθρώπους που θυσιάστηκαν με λάβαρο λέξεις/ιδεώδη: να μη ξεκολλούν από τη μνήμη μας…
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ από μόνες τους είναι άχρωμες. Αποτελούνται από γράμματα αραδιασμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Όταν όμως ενώνονται με άλλες, αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα και μπορούν να «σκοτώνουν» ή να εξυψώνουν άτομα, κοινωνίες και έθνη.
ΣΤΑ στόματα των πολιτικών οι λέξεις διαστρεβλώνονται. Το επισημαίνει κι ο George Orwell (1903-1960), ο γνωστός από το «1984», το βαθιά πολιτικό/μελλοντολογικό έργο του. Λέει: «Η γλώσσα των πολιτικών, έχει σκοπό να καθιστά αληθοφανές το ψέμα, νόμιμες τις δολοφονίες και να παρουσιάζει ως σταθερό κάτι που είναι ανεμομάζωμα»
ΔΕΝ είναι παιχνιδίσματα του νου τα παραπάνω: λέξεις, όπως ελευθερία (αγώνες), δημοκρατία (διαχρονικό αίτημα), πατρίδα (πρόγονοι), παράδοση (ήθη και έθιμα), όσο κι αν παραποιούνται στη χρήση τους από ποικίλες ιδεολογικοπολιτικές ερμηνείες, παραμένουν αιτήματα κάθε ατόμου, φυλής και έθνους.
ΕΙΝΑΙ, λοιπόν, λέξεις που ματώνουν και λέξεις που γλυκαίνουν, λέξεις παρηγοριάς και λέξεις μίσους· εξίσου, υπάρχουν άνθρωποι που γοητεύουν με το γραπτό ή προφορικό λόγο τους κι άλλοι που απωθούν. Υπάρχουν και πολιτικοί που είναι μεγαλόπνοοι κι άλλοι μικροί και καιροσκόποι.
… ΟΜΩΣ, «υπάρχουν και κάποιες λέξεις», όπως λέει ο Σαίξπηρ, που «καλύπτουν άλλες». Κουβαλούν μέσα τους πολλές φορές φρούδες ελπίδες (για το λαό), πλαστά οράματα («ένας καλύτερος κόσμος»), ανέφικτα όνειρα (ισότητα): ας πούμε, ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» με ανθρώπινο πρόσωπο, ο σκληρός «νεοφιλελευθερισμός», ο κόκκινος «κομμουνισμός», ο «εθνομηδενισμός», η «προοδευτική αριστερά», ο μαύρος «φασισμός», η παγκοσμιοποίηση κ.ά., πόσους πολέμους και πόσα εκατομμύρια νεκρούς κρύβουν πίσω τους; Ακόμη κι αυτά που περιγράφονται στα λεγόμενα διπλωματικά έγγραφα («Συμφωνίες», «Συνθήκες», «Ρηματικές διακοινώσεις») και των οποίων τις ευεργετικές ή αρνητικές συνέπειες καλούμαστε να βιώσουμε τόσο εμείς όσο και οι επόμενες γενιές, απαιτούν πολλαπλές αναγνώσεις και επισταμένες ερμηνείες για να αποκαλυφθεί η πραγματική τους σημασία. Υπάρχουν «συμφωνίες» που υπογράφονται ανάμεσα στα κράτη, καμιά φορά με… αναδόχους ξένους παράγοντες (όπως η ασφυκτική των Πρεσπών για το Σκοπιανό), που επικαλύπτουν γεωπολιτικά συμφέροντα άλλων στο όνομα της ειρήνης. Τέτοιες συμφωνίες, όταν μάλιστα προκύπτουν μετά τη λήξη ενός αιματηρού πολέμου, συνήθως αποτελούν προοίμιο «ρεβανσισμών» από τους ηττημένους.
ΕΥΤΥΧΗΣΑΜΕ, τουλάχιστον στην Ευρώπη, μετά από έναν άγριο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-1945) κι έναν αγριότερο «εμφύλιο» στην Ελλάδα (1946-1949), να ζήσουμε περίπου 70 χρόνια ειρηνικά, ή σχεδόν «ειρηνικά». Κι αυτό… χάρη στην επελθούσα ισορροπία τρόμου ανάμεσα στα δυο κυρίαρχα μεταπολεμικά «μπλοκ» (Δυτικό-Ανατολικό, συνθήκη Γιάλτας) και τον μετέπειτα «Ψυχρό Πόλεμο» μέχρι το 1989! Οι 7 δεκαετίες ειρήνης στην Ευρώπη επιτεύχθηκαν με τη δημιουργία πρώτα της «Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ένωσης» (ΕΟΚ), έπειτα τη μετατροπή της σε «Ευρωπαϊκή Ένωση» Ε.Ε. Είδαμε, μεταπολιτευτικά μια πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα οικονομική ευμάρεια (την οποία από πολιτικές αστοχίες ακριβοπληρώνουμε σήμερα). Επικράτησε η ειρήνη, επειδή με την Ε.Ε., εξέλιπαν οι πόλεμοι που βασίζονταν σε «εθνικισμούς», εδαφικές διεκδικήσεις και μίση ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες.
ΑΛΛΑ, ποιος είναι τόσο ανόητος, ώστε να επιθυμεί σήμερα έναν πόλεμο αντί για την ειρήνη; Και ποιος δεν θα ήθελε τη «γειτονιά» του ήσυχη, ώστε να απασχολείται μόνο με έργα πολιτισμού και προόδου; Αρκεί να υπάρχει αλληλοσεβασμός και όχι σκόπιμη διαστρέβλωση της ιστορίας των εθνών (Βαλκάνια).
ΟΣΟ κι αν έχει δίκαιο ο γέρο-Ηράκλειτος πως «πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς», είναι στο χέρι μας να τον αποτρέψουμε. Ένας πόλεμος αρχίζει από κάποια «αφορμή» που «τα αίτιά» της έχουν συνήθως βαθιές ρίζες τόσο στην ιστορία -όπως διδάσκεται σε κάθε χώρα, με τις ανάλογες λέξεις, φράσεις κλισέ, κείμενα, εμβατήρια, εικόνες, χάρτες κλ.π.- όσο και σε πραγματικές οικονομικές βλέψεις. Ποιος φέρνει αντίρρηση στο να λύνονται χρονίζοντα προβλήματα γύρω μας, που όμως δεν τα δημιουργούμε εμείς, αλλά οι γείτονές μας (ΠΓΔΜ, Τουρκία); Φταίμε όμως στο ότι δεν τολμήσαμε νωρίτερα να εξαλείψουμε τις αιτίες τους.
ΠΟΛΕΜΟΙ ποτέ δεν γίνονται «για ένα αδειανό πουκάμισο, για μια Ελένη», αλλά για την κυριαρχία και τον έλεγχο των πηγών ενέργειας, ή για εξόδους σε θάλασσες («Βόρεια Μακεδονία», ή μήπως «Μακεδονία του Αιγαίου» αργότερα;). Γι αυτό και επιδιώκονται δήθεν αθώες παραχωρήσεις, ουσιαστικά όμως σκόπιμες, με απώτερους στόχους. Βιώνουμε στην εποχή μας μια περίοδο σκοτεινών ερμηνειών (Τουρκία, «αναθεωρητισμός»), αλλά και των δήθεν «ατυχών» συμβάντων (Ίμια, 1996). Έτσι ώστε να δημιουργούνται «γκρίζες ζώνες», με διεκδικήσεις επ΄ αυτών παρά τις υπογραμμένες Συνθήκες (Λωζάννη).
ΚΑΤΟΙΚΩΝΤΑΣ μια νευραλγική περιοχή (ανατολική λεκάνη της Μεσογείου) και ευρισκόμενοι στο μεταίχμιο τριών ηπείρων επόμενο είναι να βρισκόμαστε στο μάτι του κυκλώνα: να δεχόμαστε, δηλαδή, τις περισσότερες πιέσεις για υποχωρήσεις παντού. Ακόμη κι αν αυτές οι… απαιτήσεις (Σκόπια-Τουρκία) είναι «ανιστόρητες», αρκεί ο κατάλληλος χρόνος, η εύρεση των κατάλληλων «χρήσιμων ηλιθίων» (για την εξυπηρέτηση άλλων συμφερόντων) και η μεθόδευση του θέματος άνωθεν. Βλέπετε, οι προκύπτουσες «ιστορικές διαφορές» λύνονται, ή δια της οδού μιας ισχυρής εθνικής και σταθερής διπλωματίας (που ποτέ μεταπολεμικά δεν είχαμε στην Ελλάδα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων), ή με μια ισχυρή πολεμική μηχανή (που με την κρίση δεν διαθέτουμε).
ΣΤΗ ΛΗΨΗ μιας απόφασης, όλα εξαρτώνται από το κατά πόσο κυριαρχεί στη σκέψη μας το συναίσθημα ή η λογική. Στην πολιτική, προκειμένου να ληφθεί μια απόφαση, αγνοείται συνήθως ο λαός (συναίσθημα) και πρυτανεύουν ο «ρεαλισμός» (το εφικτό), οι σκοπιμότητες και η διατήρηση της εξουσίας. Λιγότερο η λογική…
ΑΣΧΕΤΑ με την ιδεολογία και τις πεποιθήσεις μας, η ώρα της «συνάντησης» με τέτοιες λέξεις θα πρέπει να είναι καλά προετοιμασμένη: με σθεναρά επιχειρήματα και ικανή «βενιζέλεια» διαπραγματευτική γλώσσα. Η ερμηνεία που εκείνη τη στιγμή δίνουμε στις λέξεις (από τις οποίες ξεκινούν όλα) κι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε ένα γεγονός, εννέα στις δέκα φορές (9/10), στους μεν απλούς πολίτες βασίζεται στο συναίσθημα («Μακεδονικό»), στους δε πολιτικούς στη συνείδησή τους, τον καιροσκοπισμό ή τον κυνισμό τους… Και εδώ δρα καταλυτικά, αργότερα φυσικά, το «στερνή μου γνώση, να σ’ είχα πρώτα», που λέει πολλά! Γι αυτό, όπως λέγεται, οφείλουμε να προσέχουμε τις σκέψεις μας γιατί γίνονται λόγια, (και) να προσέχουμε τα λόγια μας, γιατί γίνονται πράξεις. Μάλιστα αμετάκλητες. (25/1/19).