» Αρετή Καµπίτση – Εκδόσεις ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ
Έφθασε στα χέρια µου η καινούργια νουβέλα -το τέταρτο κατά σειρά βιβλίο- της ταλαντούχου Αρετής Καµπίτση, και ξεκινώ αµέσως διάβασµα.
Πριν όµως απ’ αυτό, παρατηρώ το εξώφυλλό της, που έχω µπρος µου.
Ταιριάζει απόλυτα µε τον τίτλο …«Λευκές µνήµες»!
Το κοσµεί µια εικόνα που τραβά την προσοχή και προδιαθέτει για το τι θα διαβάσει ο αναγνώστης. Παρατηρούµε τις ανοιχτές πόρτες ενός δωµατίου λουσµένου στο φως, πάνω στις οποίες διακρίνουµε φωτεινά σηµεία κι ίσκιους. Ένα ρούχο βρίσκεται πεσµένο στην καρέκλα του πρώτου φόντου. Απ΄ εδώ το µάτι οδηγείται στα κάγκελα του µπαλκονιού που τελειώνουν εκεί που αρχίσει η άσπιλη λευκότητα του βάθους.
Ή µήπως η θαµπάδα, η ασάφεια κι οι εκπλήξεις του έξω κόσµου;
Εξαρτάται από το πως θα το δει, πως θα το ερµηνεύσει ο καθένας…
Πρόκειται βέβαια για την ιστορία µιας σύγχρονης, εργαζόµενης γυναίκας, η οποία µας αυτοπαρουσιάζεται στη σελίδα 12, στο ξεκίνηµα της µακράς εξοµολόγησής της: «… Είµαι η Νόρα και είµαι ψυχολόγος. Τα έχω καταφέρει αρκετά καλά ως τώρα. Εργάζοµαι σε δηµόσιο νοσοκοµείο, στο ψυχιατρικό τµήµα, και παράλληλα διατηρώ το προσωπικό µου ιατρείο. ∆εν έχω παράπονο. Το νησί τ’ αγαπώ. Τη θάλασσα επίσης. Η αλµύρα της µου καίει τα σωθικά. Προτιµώ τις ερηµικές παραλίες. Εκείνες που κρύβοµαι πίσω από τους καλαµιώνες και τα αλµυρίκια, όπου δεν υπάρχει ψυχή, ούτε δείγµα ανθρώπινου ίχνους. Οι άνθρωποι µε κουράζουν. Όχι πάντα. Υπάρχουν στιγµές που αναζητώ τη συντροφιά τους, αλλά τις περισσότερες φορές προτιµώ τη µοναξιά µου. Οι άνθρωποι είναι γεµάτοι µε προβλήµατα, κι εγώ η νεράιδα µε το µαγικό ραβδί. Πάντοτε µε εµπιστεύονται. Έρχονται σε ‘µένα φορτωµένοι µε άγχη, σκοτούρες και βάσανα, αναζητώντας λύση…»
Αυτή λοιπόν είναι η κεντρική µας ηρωίδα!
Μια κάπως µοναχική, σκληρά εργαζοµένη ψυχολόγος, µια νέα επιτυχηµένη γυναίκα, µ’ έναν σταθερό σύντροφο, την οποία κανονικά θα έπρεπε να θαυµάζουµε και να ζηλεύοµε λιγάκι!
Όµως τα πράγµατα δεν είν’ έτσι!
Κι ως συνήθως τα φαινόµενα απατούν…
∆ιότι η πρωταγωνίστριά µας είναι στην ουσία µπλεγµένη κι αυτή στο σκοτάδι της ψυχικής νόσου και δεν διαφέρει σε τίποτα από δυο ασθενείς της, την Άννα και την Νταίζη, που παλεύουν να ισορροπήσουν µεταξύ λογικής και παραλόγου, να ξεφύγουν απ’ τον ίδιο τους τον εαυτό, που αργά µα σταθερά κόβει το νήµα της δίψας τους για ζωή.
Η Αρετή θα χτίσει µε µαεστρία την υπόθεση, δίνοντας έµφαση στα συµβάντα και στα αµφίρροπα συναισθήµατα που διακατέχουν την ηρωίδα της.
Ταυτόχρονα θα εκφράζει άποψη, θα εµβαθύνει σε ανθρώπινες αδυναµίες, αγωνίες και συναισθήµατα!
Και το κυριότερο;
Μέσα απ’ το θέµα που έχει επιλέξει σ’ ετούτο εδώ το πνευµατικό της παιδί, µε κάθε λέξη, παράγραφο και σελίδα θα κρούει δυνατά τον κώδωνα κινδύνου σε κάθε αδύναµη γυναίκα που έχει αφεθεί στη φθορά και στην εγκατάλειψη του εαυτού της, οδηγώντας τον στα άκρα…
Βρισκόµαστε στα µέσα της ανάγνωσης, κι ο µεστός λογοτεχνικός λόγος της, αβίαστα µας µεταφέρει σε τοποθεσίες, τόπους και χρόνους, καθώς ακολουθούµε κατά βήµα την αργή και βασανιστική πορεία της Νόρας. Η οποία, ολότελα χαµένη στις ψευδαισθήσεις της ταξιδεύει συχνά στο παρελθόν και το παρόν, αναδεύοντας πράγµατα που την πόνεσαν και την πονούν ακόµα: Βιώµατα, εικόνες κι ακούσµατα -άλλοτε αληθινά κι άλλοτε φανταστικά! Οι µπερδεµένες ενθυµήσεις της φτάνουν και µέχρι την γειτονική Ιταλία απ’ όπου κατάγεται, εναγωνίως αναζητώντας κι εδώ τυχόν αστοχίες δικές της ή των άλλων…
∆ιαβάζουµε στις σελίδες 56-57: «…Χαµένη µες στις ψευδαισθήσεις µου έψαχνα το ιδανικό σε όλα. Στους ανθρώπους και στα πράγµατα, στις λέξεις που γράφω αυτή τη στιγµή και µου δίνουν ένα γερό χαστούκι, που έπρεπε να µου έχω δώσει εδώ και πολύ καιρό, αλλά η ζωή ξέρει. Ξέρει πότε θα σου στείλει το χαστούκι που θα σε ξυπνήσει από τον λήθαργο, αφήνοντάς σε µε µάτια µισάνοιχτα και πονεµένα, δακρυσµένα και απογοητευµένα, να ψάχνεις να κρατηθείς. Στις ψευδαισθήσεις το µόνο που αναζητάς µε µανία είναι η σιωπή. Και το µόνο που θες ν’ ακούς είναι ο ήχος της. Αυτό το ηχηρό µέταλλο που σπάει το τύµπανο του αυτιού και ανοίγει την πόρτα του λαβυρίνθου -ολάκερη, καθάρια και τρυφερή…»
Ακόµα και στις ήρεµες στιγµές της, όπως η εκδροµή που έκανε µε τον καλό της στη Σούγια, θα συνεχίσει να αγωνιά και να προβληµατίζεται, παρά τις διαβεβαιώσεις του πως όλα θα φτιάξουν! Μας λέει σχετικά στην σελίδα 74: «… ∆εν είπα τίποτα. Τον είδα να σηκώνεται από την άµµο και να βουτάει στα παγωµένα και σκοτεινά νερά της Σούγιας, µε τα µαλλιά του να λαµπυρίζουν κάτω από τ’ αστέρια. Ένοιωθα την αγωνία του να τα κάνει όλα σωστά, να ξεχάσω, να µου δώσει όσα δεν µπόρεσε τότε. Ποιος έφταιξε γι΄ όλα αυτά; Ούτε εγώ, ούτε κι εκείνος. Ξάπλωσα ανάσκελα κι ένοιωσα τη δροσερή άµµο να εισρέει στο σώµα µου. Έτσι όπως βούλιαζα τις παλάµες µου µέσα της κι έπειτα τις ανέδυα στην επιφάνεια, ακολουθώντας µε τα πέλµατά µου την ίδια κίνηση, συνειδητοποίησα για πρώτη φορά πως όλα είναι µια κινούµενη άµµος. Όλα απτά, µα και τίποτα βέβαιο. Όλα έτοιµα ανά πάσα στιγµή να διαλυθούν σ’ ένα κύµα, µε µια λάθος λέξη…»
Έτσι είναι! Τα «πάντα ρει» και τα πράγµατα αλλάζουν συνεχώς.
Προς το κακό, µα και προς το καλό! Ανάλογα πως θα το διαχειριστούµε…
∆ιότι τίποτα δεν υπάρχει που να µην µπορεί κανείς ν’ αντιπαλέψει!
Εξάλλου η µαγεία των απλών πραγµάτων θα βρίσκεται πάντα δίπλα µας, αρκεί να προσπαθήσουµε να την ανακαλύψουµε! Και φυσικά κι οι δικοί µας, που θα συµπορευτούν στο πλάι µας στα δύσκολα και θα µας δείξουν τον δρόµο…
‘Έτσι κι η ηρωίδα µας θ’ αγωνιστεί ν’ αποδιώξει το κακό από µέσα της, µε τον καιρό θα βρει το δρόµο της και θα επανέλθει αρκετά ώστε να ξεκινήσει µια ζωή φυσιολογική, ήρεµη κι ευτυχισµένη κοντά στους ανθρώπους της…
Συγχαρητήρια Αρετή για το νέο σου πνευµατικό δηµιούργηµα!
Και στο άλλο µε το καλό!