Η παράσταση «William the Conqueror» (Γουλιέλµος ο Κατακτητής) θα ανέβει στην άδεια φυλακή του Ρέντινγκ, στην οποία κάποτε κρατήθηκε ο Όσκαρ Ουάιλντ. Ο σπουδαίος Βρετανός συγγραφέας, ποιητής, διανοητής και δραµατουργός πέρασε δύο χρόνια καταδικασµένος για οµοφυλοφιλική συµπεριφορά, που ήταν ποινικό αδίκηµα εκείνη την εποχή.
Να σηµειωθεί ότι τη φυλακή στη νότια Αγγλία έχει αγοράσει ο κινέζος επιχειρηµατίας Channing Bi, καταβάλλοντας 7 εκατοµµύρια αγγλικές λίρες στο υπουργείο ∆ικαιοσύνης του Ηνωµένου Βασιλείου. Μάλιστα ο νέος ιδιοκτήτης ήλπιζε να µετατρέψει τον χώρο σε ξενοδοχείο, Μουσείο και Γκαλερί τέχνης ενώ διευκρίνισε ότι δεν θα αφαιρέσει έργο του διάσηµου καλλιτέχνη της street art Banksy, που εµφανίστηκε στον τοίχο της φυλακής το 2021.
***
Ο Έλαϊτζα Γουντ, ο αξέχαστος Φρόντο Μπάγκινς, από τον «Άρχοντα των ∆αχτυλιών», αποκάλυψε πως ο µισθός του για τις επικές ταινίες του Τζάκσον ήταν µακριά από αυτό που πολλοί θα περίµεναν. Ανέφερε ότι η συµµετοχή του στο project δεν ήταν το επικερδές σενάριο που θα τον έκανε να νιώθει οικονοµική ασφάλεια για µια ζωή, ενώ τόνισε πως η υπογραφή και για τις τρεις ταινίες εξαρχής, χωρίς δυνατότητα επαναδιαπραγµάτευσης µετά την επιτυχία της πρώτης, περιόρισε τις απολαβές τους. Ο ίδιος δεν επιβεβαίωσε το ποσό των 250.000 δολαρίων που είχε αναφερθεί στο παρελθόν για την πρώτη ταινία, λέγοντας απλώς πως δεν είναι ακριβές και δεν έχει σηµασία. Παρ’ όλα αυτά, αναγνώρισε ότι αυτό που τους προσφέρθηκε ήταν πολύ πιο σηµαντικό καθώς υπέγραψαν για κάτι που θα είναι για πάντα µέρος της ζωής τους.
Το σίγουρο είναι πως οι αµοιβές του καστ δεν αντανακλούσαν την τεράστια εµπορική επιτυχία της τριλογίας, η οποία απέφερε σχεδόν 3 δισεκατοµµύρια δολάρια παγκοσµίως, µε συνολικό προϋπολογισµό 281 εκατοµµυρίων. Μάλιστα η Κέιτ Μπλάνσετ είχε δηλώσει ότι έπαιρναν και δωρεάν σάντουιτς, ο Ορλάντο Μπλουµ αποκάλυψε πως πληρώθηκε µόλις 175.000 δολάρια για τις τρεις ταινίες, ενώ ο Σον Άστιν είπε πως οι απολαβές του ήταν 250.000 δολάρια.
***
Το Φεστιβάλ Γλυπτικής στην Άµµο, στο παραθαλάσσιο θέρετρο Σεβενίνγκεν της Χάγης στην Ολλανδία, διοργανώνεται ξανά µετά από 15 χρόνια. Από 6 Απριλίου έως και 1 Ιουνίου τεράστια γλυπτά από άµµο καταλαµβάνουν την παραλία και την κεντρική λεωφόρο. Για τη δηµιουργία των γλυπτών χρησιµοποιούνται χιλιάδες κιλά ειδικής άµµου που µεταφέρεται από άλλες περιοχές, ενώ τα έργα τέχνης φτάνουν σε ύψος έως και τα πέντε µέτρα. Αποκορύφωµα στο Φεστιβάλ έως τώρα ήταν η κατασκευή του µεγαλύτερου κάστρου, το 1994 από µια Αµερικανο-Ολλανδική οµάδα, µήκους 50 µ., πλάτους 40 µ. και ύψους 15,42 µ. Οι καλλιτέχνες της φετινής διοργάνωσης είναι από τη Γερµανία, τη Λιθουανία, την Πολωνία, τις ΗΠΑ και την Ολλανδία.
***
Ο Τζακ Νίκολσον παρόλο που έχει να εµφανιστεί σε ταινία 15 χρόνια, δεν έχει αποσυρθεί από την υποκριτική. Αυτό δηλώνει ένας καλός του φίλος, ο Μπρουκς, αποκαλύπτοντας ότι δεν θα εκπλαγεί αν έβλεπε τον Τζακ να δουλεύει ξανά, καθώς διαβάζει σενάρια όλη την ώρα. Ο Νίκολσον δεν ανακοίνωσε ποτέ την αποχώρησή του, αλλά, δεδοµένου ότι είναι τώρα 88 ετών, οι πιθανότητες να εµφανιστεί στην οθόνη είναι πολύ λίγες. Μάλιστα τον Σεπτέµβριο του 2013, ο ηθοποιός είχε δηλώσει ότι δεν θεωρούσε τον εαυτό του συνταξιούχο, απλώς ήθελε λιγότερο να «είναι πια εκεί έξω». Να σηµειωθεί ότι τον περασµένο µήνα, ο ηθοποιός έκανε µια εµφάνιση έκπληξη στην τηλεοπτική εκποµπή του Saturday Night Live 50.
***
Ο Μπόρις Τζόνσον επέκρινε το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός του Ηνωµένου Βασιλείου Κίρ Στάρµερ επικρότησε τη δωρεάν προβολή της σειράς «Adolescence» («Εφηβεία») σε γυµνάσια και λύκεια σε όλη τη χώρα, αποκαλώντας την «ανοησία µε καλές ερµηνείες». Το Netflix θα διαθέσει τη σειρά για προβολές σε όλα τα σχολεία δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης του Ηνωµένου Βασιλείου µε την ελπίδα ότι ο τρόπος µε τον οποίο εξετάζει το διαδίκτυο και τις τοξικές διαδικτυακές επιρροές θα βοηθήσει τους νέους να κατευθυνθούν στη σωστή πορεία. Ο Τζόνσον έγραψε στη στήλη του αναφερόµενος στον πρωθυπουργό: «Ποιος νοµίζει ότι είναι, λέει στους δασκάλους ποια τηλεοπτικά προγράµµατα να δείξουν στα παιδιά;» συµπληρώνοντας ότι η κίνηση προβολής στα σχολεία καταδεικνύει τη «σκληρή αδιαφορία της κυβέρνησης για τις πραγµατικές εκπαιδευτικές ανάγκες των παιδιών σήµερα»