» Καλλιρρόη Παρούση (εκδόσεις Τόπος)
Ο Χάρης αυτοκτόνησε. Οι αρχές ζητούν τα κείμενά του από την υπεύθυνη του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής. Εκείνη, παρότι θεωρεί πως τίποτα δεν μπορεί να βρεθεί εκεί που να εξηγεί την αυτοχειρία, είναι αναγκασμένη να τα παραδώσει, τα κείμενα, όχι την εκτίμησή της σε εκείνους. Ο Χάρης ξεκίνησε να παρακολουθεί αυτά τα μαθήματα, δύο φορές τον μήνα, ύστερα από ισχυρή σύσταση της ψυχοθεραπεύτριάς του, μήπως και αφήσει στο χαρτί εκείνα που τον ταλάνιζαν, που πιθανότατα μπλόκαραν τη θεραπεία. Ένα σύνηθες αίτημα των υποψήφιων μαθητών, μια ερώτηση γεμάτη από αγωνία εν δυνάμει υπαρξιακή· θα μπορέσω να βγάλω αυτό που έχω μέσα μου, ρωτάνε, η αντίδραση στο πρόσωπο του εισηγητή εν πολλοίς σημαίνει πολλά, η άγνοια και η απορία στέκουν απέναντι στη φτηνή διαβεβαίωση του ναι, σίγουρα θα τα καταφέρεις, γι’ αυτό είμαι εγώ εδώ.
Ο Χάρης δεν υπήρξε ο πλέον επιμελής μαθητής, έγραψε ωστόσο, ανάμεσα σε άλλα, ένα όμορφο διήγημα για έναν επιμελή μαθητή, τον Γιάννη, τον αδερφό του, η επιμέλεια ελάχιστα διασφαλίζει ωστόσο, το χάος μάς κυριαρχεί. Για την ακρίβεια, με τα λόγια της: ο Χάρης ήταν ο χειρότερος μαθητής στο εργαστήρι δημιουργικής γραφής, αλλά έγραφε τα καλύτερα κείμενα. Θα γίνω κείμενο, ανακοίνωσε την ίδια μέρα που διάβασε μπροστά σε όλους αυτές τις σελίδες για τη ζωή του αδερφού του στο Παρίσι. Ήταν ένα έργο για το οποίο όλοι είχαμε την ίδια απορία: είναι αυτοβιογραφικό, μυθοπλαστικό ή και τα δύο;
Το Λίγα λόγια για μένα αποτελεί την εναλλαγή των κειμένων της μαθητείας τού Χάρη, που θέλησε να κειμενοποιηθεί, και των σημειώσεων της ανώνυμης υπεύθυνης, που στα κείμενα αυτά βρήκε ένα δικό της δωμάτιο, τον χώρο να πει λίγα πράγματα για εκείνη, χωρίς να προδώσει, χωρίς να προβεί σε ερμηνεία του κειμενοποιημένου Χάρη, άλλωστε δεν υπάρχει πια κανείς για να δεχτεί παρατηρήσεις και διορθώσεις, μάλλον άχρηστες, έτσι και αλλιώς. Υπάρχουν βιβλία που η αναφορά στην πλοκή περισσότερο τα συσκοτίζει παρά τα διαφωτίζει. Αυτό το μεταμοντέρνο εγχείρημα της Καλλιρρόης Παρούση είναι μια τέτοια περίπτωση. Υπάρχουν βιβλία που συσκοτίζουν την πλοκή τους παρά τη διαφωτίζουν, αποδεικνύονται κρυπτικά και δυσδιάκριτα, υποχείρια του στυλ, της φόρμας, της σοβαροφάνειας, παθήσεων κοινών. Το Λίγα λόγια για μένα δεν είναι μια τέτοια περίπτωση. Η φιλοδοξία της συγγραφέως είναι οριακή στην εκ των προτέρων κατανόηση του τι σκοπεύει να κάνει, εκ των υστέρων όλα μοιάζουν να βρίσκονται στη σωστή θέση, στον ενδιάμεσο χώρο εντοπίζεται η έμπνευση και η επιμονή, όλο αυτό να λειτουργήσει, να μην καταρρεύσει σε αδιάφορα μπάζα μια στιγμή μετά τον θαυμασμό.
Μεταμοντέρνο εγχείρημα και φιλοδοξία. Ζεύγος που απουσιάζει από τη (σύγχρονη) ελληνική γραμματεία, ζεύγος που εγείρει αμφιβολία και σκεπτικισμό, αλλά και την περιέργεια (μου). Η φιλοδοξία προσφέρει μια ώθηση, δεν είναι από μόνη της ικανή ωστόσο να συντηρήσει την κίνηση. Το μεταμοντέρνο εγχείρημα προσφέρει μια έκταση παιχνιδιού, δεν είναι από μόνο του ικανό ωστόσο να προσδώσει ενδιαφέρον στο παιχνίδι. Είναι η απόσταση που χωρίζει το αφηρημένο από το συγκεκριμένο, που κρατά τα κλειδιά μιας ακραία υποκειμενικής συνθήκης όπως είναι η ανάγνωση. Θα ρωτούσα τη συγγραφέα: ποια ήταν η πρώτη ιδέα για την κατασκευή αυτή; Η αφιέρωση: στη μνήμη του Γιάννη· είναι, μοιάζει να είναι, επιλέγω πως είναι, μια παράμετρος άρρηκτα ενδοκειμενική. Η Παρούση παραδίδει στον αναγνώστη τα κλειδιά, αναπόφευκτα διαφορετικά για τον κάθε έναν. Δεν τα κρατά κρυμμένα ψηλά, σε μέρος αθέατο και δυσπρόσιτο. Η παράδοση αυτή είναι αναπόσπαστο μέρος του παιχνιδιού. Το παιχνίδι συγχέεται συχνά με την ελαφρότητα. Ξεχνούν όσοι το ισχυρίζονται πως υπήρξαν παιδιά.
Διαφορετική είναι και η τοποθέτηση του πήχη. Η τελική ετυμηγορία: πάνω ή κάτω από αυτόν. Η διάκριση των προγραμματικών προθέσεων της συγγραφέως είναι καθοριστική για την αναγνωστική πρόσληψη. Η Παρούση μετακυλίει στα δύο πρόσωπα την υποχρέωση αυτή, να μεταφέρουν το μήνυμα αντί αυτής, εκείνη ολοένα και αυξάνει την απόσταση, τα πρόσωπα του μύθου, έτσι και αλλιώς, διαθέτουν μια άναρχη και ισχυρή βούληση κίνησης, αυτονομούνται στα όρια της συγγραφικής επικράτειας, χωρίς εκείνη να χρειαστεί να τους δείξει την έξοδο από τον κόσμο μέσα στον οποίο αρχικά τους εναπόθεσε.
Η κατασκευή, ήδη από τα πρώτα κιόλας βήματα της βόλτας –αλλιώς: περπάτημα, σεργιάνι, σουλάτσο, περίπατος, διαδρομή– αποδεικνύεται άκρως λειτουργική της φιλοδοξίας. Ο επισκέπτης νιώθει φιλόξενα σ’ ένα περιβάλλον οικείο σε ανοίκεια σύνθεση, όπως συμβαίνει στην καλή λογοτεχνία, με την ήπια και πολύτιμη, προφυλαγμένη, διάθεση για εξωστρέφεια. Η αποσπασματικότητα και ο πειραματισμός διόλου δεν τον πετούν έξω, τον αναγνώστη, η αγάπη για τη λογοτεχνία, διάχυτη από άκρη σε άκρη, σηματοδοτεί επιπλέον τη διαδρομή, η εγκεφαλικότητα δεν αφήνει το συναίσθημα απέξω, αυτός, ίσως, να είναι ο κατεξοχήν κοινός τόπος αναγνώστη και δημιουργού, το σκηνικό της δράσης των προσώπων, το έδαφος στο οποίο θα δοκιμαστεί τελικά η ίδια η πράξη της ανάγνωσης. Σκέφτομαι: το Λίγα λόγια για μένα, ήδη από τον τίτλο του, είναι μια αποδομημένη, με σύνεση λεηλατημένη, εκδοχή της βασιλεύουσας αυτομυθοπλασίας, που υπογραμμίζει και δεν κατακρίνει την ανάγκη γι’ αυτή, και από τις δυο πλευρές του λογοτεχνικού ποταμού, και, ίσως, αυτή η παράδοξη εκδοχή να είναι η κύρια συγχρονία της κατασκευής αυτής, όχι τα κοινά πραγματολογικά συστατικά.
Για λίγο επιστρέφω στο μεταμοντέρνο, με μια αίσθηση χρέους. Αυτό και αν έχει υποστεί τη χλεύη και τον διασυρμό. Η Παρούση γνωρίζει καλά πως τα υλικά για την παρασκευή λογοτεχνίας είναι από αιώνες πια δεδομένα, η εκτέλεση της συνταγής μπορεί ωστόσο να διαφέρει. Η ανάγνωση συνοδεύει τη γραφή. Ας ισχυρίζονται κάποιοι άλλα. Οι επαναλαμβανόμενες φράσεις, ο απαραίτητος ζωτικός χώρος για τα πρόσωπα αλλά και τις ιδέες και την περιρρέουσα πραγματικότητα, το νήμα της πλοκής ευδιάκριτο παρότι μπερδεμένο, το φλερτάρισμα με διάφορα λογοτεχνικά υποείδη, η αγάπη για τη λογοτεχνία (ξανά λέω αυτό) και η απόπειρα να διαλευκανθεί η ανάγκη της, το γιατί γράφουμε και το γιατί διαβάζουμε σ’ έναν κόσμο ολοένα και πιο σύνθετο, ολοένα και πιο αφόρητα παράλογο και επιβιωτικά αγωνιώδη, τον τρόπο με τον οποίο η γραφή του άλλου εισβάλλει στην επικράτειά μας, η καθησυχαστική ή ανήσυχη αίσθηση πως (και) για εμάς γράφει το αφηγηματικό υποκείμενο, πως η ανάγνωση, και όχι μόνο η γραφή, είναι μια διαδικασία κειμενοποίησης, οι εκδοχές της ζωής που δεν κυριάρχησαν αλλά αυτό διόλου δεν σημαίνει πως ξεχάστηκαν, όλα αυτά είναι μερικά από τα συστατικά της κατασκευής.
Υπάρχουν βιβλία που επιβάλλουν με τον τρόπο τους, διακριτικά και ήσυχα, όσα θα ειπωθούν γι’ αυτά, που υπηρετούν μέχρι τέλους την πεποίθηση πως όσα θα ειπωθούν γι’ αυτά είναι προστιθέμενα, αναπόσπαστα, μέρη της κατασκευής, όπως το Λίγα λόγια για μένα.