Το ενδέκατο διαμέρισμα είχε μόνο μια ντουλάπα, αλλά η συρόμενη τζαμόπορτα έβγαζε σ’ ένα μπαλκονάκι, απ’ όπου διέκρινε έναν άντρα να κάθεται απέναντι, έξω, φορώντας μπλουζάκι μόνο και σορτς, αν και Οκτώβριος, και να καπνίζει. Ο Γουίλεμ σήκωσε το χέρι να τον χαιρετήσει, μα ο άντρας δεν ανταπέδωσε.
Στην κρεβατοκάμαρα, ο Τζουντ ανοιγόκλεινε την πόρτα της ντουλάπας, σαν ακορντεόν, όταν μπήκε ο Γουίλεμ. «Εχει μόνο μια ντουλάπα» είπε.
«Εντάξει» είπε ο Γουίλεμ. «Δεν έχω και τίποτα να βάλω μέσα, ούτως ή άλλως».
Ο Γουίλεμ και ο Τζουντ ψάχνουν ένα διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη, σε τιμή που να μπορούν να αντέξουν, σε περιοχή που να θέλουν να ζήσουν. Είναι οι λιγότερο προνομιούχοι από τους τέσσερις φίλους, τους τέσσερις ήρωες του μυθιστορήματος. Ο Τζουντ, ο Γουίλεμ, ο Τζέι Μπι και ο Μάλκολμ υπήρξαν συγκάτοικοι στα χρόνια του κολεγίου, αλλά το δέσιμο που δημιουργήθηκε μεταξύ τους ήταν πολύ ισχυρότερο από τον απλό διαχωρισμό εξόδων και κατανομής της καθαριότητας. Σταδιακά έφτασαν όλοι στη Νέα Υόρκη, ο καθένας για να κυνηγήσει τις δικές του φιλοδοξίες, τα δικά του όνειρα και απωθημένα. Παρά την απαραίτητη προσαρμογή σε συνθήκες πραγματικής ζωής, η τετράδα διατήρησε τη συνοχή της στο πέρασμα των χρόνων. Ο Γουίλεμ και ο Τζουντ θα νοικιάσουν τελικά το διαμέρισμα της οδού Λίσπεναρντ.
Σε αυτό το σημείο πιάνει το νήμα της ιστορίας η Αμερικανή -με καταγωγή από τη Χαβάη- Χάνια Γιαναγκιχάρα για να το ξετυλίξει μέχρι τέλους. Χωρισμένο σε μεγάλα κεφάλαια, το μυθιστόρημα ακολουθεί την ιστορία των τεσσάρων ηρώων
-παρέα με ένα σύνολο δευτερευόντων χαρακτήρων- δίνοντας από την αρχή την αίσθηση της ανασκόπησης, ο αφηγητής μοιάζει να στέκεται στο τέλος και να καταγράφει όσα συνέβησαν σε καιρούς περασμένους.
Πριν και πρώτα απ’ όλα, πρέπει να αναφερθεί η αρτιότητα των χαρακτήρων της Γιαναγκιχάρα, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε να υπάρξει το μυθιστόρημα. Οι ήρωες, πρωτεύοντες και δευτερεύοντες, είναι αληθινοί και πραγματικοί μέχρι την ελάχιστη λεπτομέρεια, και πάνω σε αυτούς στηρίζεται το οικοδόμημα. Ακολούθως, η ικανότητα της συγγραφέως στη σύνθεση και τη διαχείριση του υλικού της τη βοηθάει να περάσει με ευκολία τον υψηλό πήχη, που η ίδια έχει θέσει αποφασίζοντας να διηγηθεί μια τεράστια και πολυδιάστατη ιστορία, με πλήθος διαφορετικών γωνιών λήψης και προοπτικών, και το επιτυγχάνει με χάρη και άνεση, χωρίς να αφήνει τίποτα στην τύχη, με κάθε μικρή λεπτομέρεια τοποθετημένη σε καίριο σημείο, με ξεκάθαρη γνώση της κατεύθυνσης και της τελικής έκβασης της ιστορίας. Αυτές είναι οι δύο βασικές αρετές της Γιαναγκιχάρα, όπως τουλάχιστον αναδεικνύονται στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα.
Και αφού έχει την απαραίτητη τεχνική επάρκεια ως βάση, τότε μπορεί να απλώσει την ιστορία της όπως η ίδια το επιθυμεί, να τη διανθίσει με τις απαραίτητες πινελιές, να σκαρφιστεί ευρήματα και να βρει τα κενά εκείνα, ώστε να προσθέσει παρεκβάσεις και παράλληλες ιστορίες, να επινοήσει τίτλους εκθέσεων ζωγραφικής και ταινιών, να φέρει, εν ολίγοις, τον κόσμο στα μέτρα της. Και η Γιαναγκιχάρα είχε μια δυνατή ιστορία να διηγηθεί, όχι πρωτότυπη, αλλά δυνατή, πράγμα πολύ πιο σημαντικό.
Είναι ενδιαφέρον, ανάμεσα σε άλλα, το πώς μια γυναίκα καταφέρνει να γράψει ένα αντρικό μυθιστόρημα, στο οποίο οι γυναίκες σχεδόν δεν συμμετέχουν, για την ακρίβεια πρόκειται για μια γυναίκα που καταφέρνει να γράψει ένα αντρικό συναισθηματικό μυθιστόρημα.
Παρά το διόλου ευκαταφρόνητο μέγεθός του, το μυθιστόρημα δεν κάνει κοιλιά και δεν έχει σημεία άνισα. Μου άρεσε ο τρόπος της να προχωράει χρονικά την ιστορία, χωρίς να επαναλαμβάνει διαρκώς κλισέ εκφράσεις όπως: χ χρόνια/μήνες/βδομάδες μετά, το καλοκαίρι/χειμώνα της τάδε χρονιάς κ.λπ. κ.λπ.· τρόπος που στηρίζεται στις λεπτομέρειες της ιστορίας, διάσπαρτες στο κείμενο, που ανά πάσα στιγμή λειτουργούν ως ωρολογιακοί μηχανισμοί. Χαρακτηριστικό που σε συνδυασμό με την άψογη εκτέλεση του φλας μπακ έχει ως αποτέλεσμα ένα σφιχτοδεμένο αποτέλεσμα.
Η Γιαναγκιχάρα επιτυγχάνει τη συναισθηματική εμπλοκή του αναγνώστη στην ιστορία, χωρίς να την εκβιάζει, στηριζόμενη κυρίως στη ρεαλιστική διάσταση της ιστορίας, διαχειριζόμενη το δύσκολο ζήτημα της μοναξιάς και της απώλειας, αφήνοντας όμως τον απαραίτητο χώρο για τα μικρότερα ή μεγαλύτερα θαύματα που συμβαίνουν γύρω μας, σε μια συνεχή εναλλαγή συναισθημάτων, προτρέποντάς μας, θαρρείς, ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα: κοιτάζοντας πίσω, θα έλεγες πως άξιζε;
Ενα μυθιστόρημα που το ευχαριστήθηκα, αν και πρέπει να παραδεχτώ πως ένιωσα να με στριμώχνει ψυχολογικά, όμως έτσι πρέπει να είναι η λογοτεχνία, και το “Λίγη ζωή” είναι λογοτεχνία.