Θυμάσαι, με κοντά πανταλονάκια, το κεφάλι γουλί, αδύναμος, αδύνατος, πονηρούλης και γκαβό, βαφτίστηκα στα δώδεκά μου μάγειρας.
Τρεις στο γύρο, αδέρφια και σκολειαρόπαιδα, στην Αθήνα.
Σωτήριον έτος; 1949, χειμώνας και κρύο. Οι δεκάρες με το σταγονόμετρο, ο εστί μεθερμηνευόμενον, εισόδημα ανύπαρκτον.
Οικονομία, αφόρητη. Μου ‘δωσε δυο δραχμές ο Φάνης, έφυγε.
Μια και δυο εγώ, στη Βαρβάκειο αγορά, δεδομένου ότι εκτελούσα χρέη και σιτιστή.
Με την εφημερίδα καμωμένη χωνί, γεμάτη ψάρια, πλατσουδερά, ίδια φύλλα ελιάς Καλαμών, ελαφρώς διαφανή, που ακόμα δεν έμαθα τι σόι ήτανε, πήγα σπίτι.
Δυόμισι ώρες τα καθάριζα, τεμάχια, αριθμός τριψήφιος, υπομονή, να σκάει γάιδαρο, βγάζοντας τα εντόσθια μεγέθους λιόσπορου, και ξύνοντας τα λέπια μετά προσοχής. Αφού, σκέπτομαι, πως έπρεπε να σπουδάσω χειρούργος κι ας μην μου άρεσαν τα αίματα, αντί γεωπόνος, που μου άρεσαν οι εκδρομές.
Δωμάτια στη “σουίτα” της Θελξιόπης που μέναμε, ένα κι ο καμπινές στο διάδρομο.
Το πάτωμα ξύλινο, με τάβλες, ξέρεις, κι ανάμεσα τους χαραμάδες ένα δάχτυλο.
Σε μια γωνιά είχαμε όλα τα έπιπλα και την οικοσκευή. Κατσαρόλα, τηγάνι, μια σκάφη για μπάνιο ή πλύσιμο ρούχων, μια γκαζιέρα, κανένα παπούτσι, δοχείο λάδι από το χωριό κουβαλημένο και με οικονομία χρησιμοποιούμενο να βαστήξει όλο το χειμώνα, κρεμμύδια, κι άλλα τέτοια.
Είχε και ντουλάπα. Χωνευτή στον πέτρινο τοίχο, που κρεμούσαμε κανένα σακάκι, κι από πάνω ένα ράφι για σεντόνια πετσέτες, τα γνωστά, αλλά άδειο, καθ’ ότι ανύπαρκτα τα πλεονάζοντα τοιαύτα είδη. Βάζαμε βιβλία και τετράδια και μια γωνίτσα πάντα άδεια προς πάσαν χρήσην.
Κάτω από το πάτωμα, ήταν κάτι σαν κλειστό υπόγειο, ανήλιο κι ανάερο, ίσαμε ένα μέτρο βάθος, μπορεί και παραπάνω. Ποντίκια δεν είχαμε επισημάνει γιατί κοιμόμασταν βαριά, μα είχε λίγες κατσαρίδες κι άλλα παρεμφερή.
Αυτό ακούγεται άσχημο, αλλά πολύ μας εξυπηρετούσε, κυρίως όταν λουζόμασταν στη σκάφη, σκυμμένοι, με τα πόδια τεντωμένα κι ανοιχτά μη βρέχονται και κάποιος να μας ρίχνει νερό.
Καταλαβαίνεις, το πιο πολύ σκορπούσαν στα σανίδια, που αμέσως έφευγε από τις χαραμάδες. Σούρωνε, χωρίς να ενοχλούμε κανένα στον υπόγειο χώρο. και χωρίς να απαιτείται, κατά την κρίση μας, σφουγγάρισμα. Ούτε καν σκούπισμα.
Εκεί έβαζα και τη γκαζιέρα πετρελαίου να μαγειρέψω ή να τηγανίσω, καλή ώρα τα αναρίθμητα, σήμερα, ψαράκια!
Μπόλικη φωτιά, λίγο λάδι κι αλεύρι, τηγάνιζα, τσίκνισε η κάμερα, άνοιξα την πόρτα, καθάρισε η ατμόσφαιρα, τέλεψε η μαγειρική μου, γέμισα μια γαβάθα αλουμινένια τίγκα. Άρπαξα πέντ’ έξι για έλεγχο ποιότητας, έμεινα ικανοποιημένος, άνοιξα τη ντουλάπα που λέγαμε, ανασηκώθηκα στα νύχια των ποδιών μου να τα βάλω στο ράφι, μα δεν καλόφτανα. Τεντώθηκα με το χέρι τεντωμένο εν είδει μπασκετμπολίστα, στραβοπάτησα όμως, κινδύνεψα να πέσω, κι αντ’ εμού, πέσανε τα ψαράκια στα σανίδια. Τα αναμάζωξα βιαστικά και με υπεράνθρωπη προσπάθεια, έβαλα, σαν τρίποντο, τη γαβάθα στο ράφι, δίπλα στα βιβλία.
Το μεσημέρι, σκόλασαν οι άλλοι, εγώ ήμουνα απογεματινός, κατέβασε τα ψάρια ο μεγάλος από το ράφι της ντουλάπας, τα ‘βαλε στο μοναδικό τραπέζι – γραφείο, κόψαμε και δυο φρατζόλες ψωμί και χτυπήσαμε ορθοπεταλιά.
Τρώγαμε λαίμαργα, μα εγώ κοίταγα τα πλάγια μου.
Όσο προχώραγε η μάχη και έπεφτε ο πυρετός της πείνας, τόσο πληθαίνανε τα παράπονα των άλλων.
– Τι είναι αυτές οι τριχούλες;
– Από το αλεύρι, απαντούσα με βεβαιότητα.
– Τι είναι αυτά τα σκουπιδάκια στα ψάρια;
– Από το αλεύρι. Επέμενα.
Μη στα πολυλογώ, αυτό ακούστηκε πολλές φορές, κι άλλες τόσες, «από τ’ αλεύρι», και παρ’ ότι φαινόμουν ανήσυχος κι ιδρωμένος, κανένας δε ψυλλιάστηκε, αφού, όπως λένε, η πείνα κάστρα καταλεί και χώρες παραδίνει.
Αποτέλεσμα, εν ριπή οφθαλμού, έμεινε σκέτη η γαβάθα χωρίς να θέλει ούτε πλύσιμο.
Επειδή όμως φημίζομαι για την ειλικρίνειά μου, σηκώθηκα, στυλώθηκα δίπλα στην ανοιχτή ξώπορτα και, μειδιώντας, τους ρώτησα.
– Ήταν ωραία τα ψάρια;
– Ναι! μπράβο Γιώργο!
– Ξέρετε τι ήταν αυτά που βρίσκαμε πάνω; Ξαναρώτησα με αυθάδεια.
– Από το αλεύρι δεν μας είπες;
– Αλήθεια τι ήταν;
Είπανε αδιάφοροι.
– Να σας πω;
Βαριεστημένοι με κοιτάξανε, και περιμένανε. Ο μεγάλος, έριξε κι ένα ρεψιματάκι, πέρασε κι αυτό.
– Λέγε. Είπε ο Φάνης.
– Ψέματα σας είπα πριν. Όταν πήγα να βάλω τα τηγανισμένα ψάρια πάνω στο ράφι μου έπεσε, σκορπίσαν στα σανίδια. Η ώρα περασμένη θα ερχόσασταν, τι να ‘κανα; Νηστικούς να σας άφηνα;
Πριν τελειώσω τη κουβέντα μου, εξαφανίστηκα τραβώντας απότομα τη πόρτα πίσω μου. Δε με πιάσανε γιατί είχα προβλέψει να κρύψω το κλειδί της αυλόπορτας!
Όταν γύρισα, γλύτωσα το ξύλο, αφού είχε περάσει το αυτόφωρο!!
*gkamvysellis@yahoo.gr