Εβαλε τα χέρια στις τσέπες και βγήκε από την πόρτα του σπιτιού. Μεγάλη Παρασκευή, του είπε ο αδερφός του πως καθυστέρησε να έρθει, τον ρώτησε τι έχει, και καθώς δεν έπαιρνε απάντηση κοίταξε τα χέρια του. Συνήθως η απάντηση ήταν εκεί. Στα φαγωµένα νύχια του. .
Τα ‘τρωγε από παιδί όσο πιο ζορισµένος τόσο µε µανία τα δάχτυλα στα δόντια, να κατατρώνε ως και τις σάρκες των δαχτύλων. ∆εν του έφτανε που τέλειωνε µε τα νύχια, αλλά, καθώς αυτά είχαν σχεδόν καταβυθιστεί στο κρέας των δαχτύλων του, συνέχιζε απτόητος µε τις παρανυχίδες, τις τραβούσε, τις ξεπάτωνε, πονούσε αλλά χωρίς καµιά αντίδραση, λες και αυτός ο πόνος ήταν το ζητούµενο – το µέγα ζητούµενο. Μέσα του πάντα κάτι αντιστεκόταν στα δύσκολα, δεν ήθελε να δείξει στους άλλους, µια ύπουλη περηφάνεια δεν τον άφηνε να ξανοιχτεί, ο πόνος των νυχιών είχε σταδιακά αλλά αποφασιστικά γίνει το ένα και µοναδικό µέσον θεραπείας. Όχι πως πάλι θα άφηνε τον πόνο να φανεί, απλώς σε εκείνον έδινε µια πρώτης τάξεως δικαιολογία, να είδες, µε πονάνε τα νύχια. Ακόµη κι έτσι όµως, έπρεπε να βρει το οριακό εκείνο σηµείο που δεν θα τα µατώσει – γιατί τότε τίποτα δεν γλίτωνε τα ταλαίπωρα τα ρούχα του, τις τσέπες κυρίως. Τι ευλογηµένη ανακάλυψη αυτές οι τσέπες. Ποιος τις είχε εφεύρει; Άραγε η βιοµηχανική επανάσταση;
Κατηφόρισε το σοκάκι προς την Πλατεία της Σπλάντζιας. Κοντοστάθηκε µπροστά από τον Άγιο Νικόλαο αυθόρµητα, το σώµα του είχε µάθει να σταµατά ή να στρίβει µε εκείνη την σχεδόν βίαιη µνήµη των νεύρων. Γυναίκες ανέβαιναν τα σκαλιά µε λουλούδια στα χέρια τους – α, ναι, ο στολισµός του Επιταφίου, η µέρα που το «Ω γλυκύ µου Έαρ» είχε τον πρώτο λόγο. Και την θυµήθηκε πάλι. Στεκόταν ανάµεσα στα άλλα κορίτσια της γειτονιάς, δεν πήγαινε µπροστά, ήξερε ότι ούτως ή άλλως θα ξεχώριζε, ήταν η φωνή το ζητούµενο. Και στριµωγµένη σχεδόν, τραγουδούσε. Η δύναµη της φωνής της, ακόµη κι αν να χανόταν ανάµεσα στις άλλες, υπερίπτατο των σωµάτων, έκανε στροφές στο θόλο του παλιού ναού, που είχε περάσει από τις δυο βασικές µονοθεϊστικές θρησκείες και τα δόγµατα . Όταν την ξανασυνάντησε στα σκαλιά της Νοµικής, να φωνάζει, ήταν σίγουρος πως ό,τι και αν έλεγε θα την πίστευε, ό,τι κι αν έκανε θα την ακολουθούσε.
Την είχε χάσει από µέρες, Μήνες ίσως. Εξαφανίστηκε από το κτίριο της οδού Σόλωνος και Σίνα και Μασσαλίας γωνία, αυτός πήγαινε στην αρχή µόνο για το νεκροτοµείο στο ισόγειο της Ακαδηµίας, εκεί έκαναν ανατοµία οι καινούργιοι της Ιατρικής, στη Νοµική αυτή, αγόρευε στα σκαλιά του κεντρικού παλιού κτιρίου, η φωνή της όλο πάθος, είχε κατακτήσει τα νεαρά παιδιά των σχολών ακριβώς όπως εκείνους στην παλιά εκκλησία της γενέθλιας πόλης. ∆εν την είχε πλησιάσει. Το δέος τον απέτρεπε, η ανασφάλεια και η υποτίµηση του εαυτού του, « εµένα γιατί να µε θυµάται; Πηγαίναµε σε χωριστό Γυµνάσιο, δεν συναντηθήκαµε ποτέ στα φροντιστήρια, στα πάρτυ εγώ µονίµως στη γωνία, αν δεν έτρωγα τα νύχια µου, κατέβαζα το βερµούτ του οικοδεσπότη, εµένα γιατί να µε θυµάται;»
Στη συµβολή της οδού ∆ασκαλογιάννη µε την Κανεβάρο σταµάτησε µπροστά στο σπίτι του Γιάννη. Έριξε το γνωστό σφύριγµα προς το µπαλκόνι, δεν πήρε απάντηση, παντζούρια ανοικτά ωστόσο, µάλλον θα έφυγε νωρίς για το µαγαζί. Αγκάλιασε µε το βλέµµα τη σιδεριά του µπαλκονιού, και ανηφόρισε προς την ανασκαφή των Σουηδών. Ήταν ή δεν ήταν εδώ η αρχαία Κυδωνία; Και ήταν ή δεν ήταν Μινωίτες οι κάτοικοί της; Ιδού το µεγάλο ερώτηµα του κυρίου Γιάννη του αρχαιολόγου. Φίλος του αδερφού του, «αλητεύει πολύ, ρε Γιάννη το µικρό αδέρφι µου, πάρε τον σε καµιά δουλειά στην ανασκαφή, γιατρός βέβαια θέλει να σπουδάσει, έστω τα χώµατα να κουβαλάει, αλλά κοίτα, πιάνει και το χέρι του, µολύβι δώσε του και …κεντάει.» Και βρέθηκε, αυτός, ο ανώνυµος ήρωας µια µικρής ιστορίας στην ανασκαφή του Καστελλιού. Έφτανε µεσηµεράκι, τα όστρακα της ηµέρας προσεκτικά καθαρισµένα και τοποθετηµένα στο µικρό καφάσι, σε επάλληλες στρώσεις, εδώ η προσοχή ήταν χειρουργική, µε δέος τα κουβαλούσε, η κατηφόρα της Κανεβάρο, στροφή αριστερά στην οδό Χάληδων, µετρηµένα τα απότοµα πέτρινα σκαλιά προς την είσοδο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Το σχεδιαστήριο άδειο. ∆ικό του όλο. ∆εν θυµάται άλλωστε αν είχαν τότε σχεδιαστή. Η όλη διαδικασία, που κατέληξε να του αρέσει πολύ, ήταν η ακόλουθη: τοποθετούσε το κάθε ένα σπάραγµα των κεραµεικών στο τραπέζι. Περνούσε πάνω του απαλά το ρυζόχαρτο κι ύστερα ακόµα πιο απαλά µε το µολύβι φάµπερ το µικρό νούµερο χάραζε στο σχέδιο στο ρυζόχαρτο, ύστερα το ρυζόχαρτο πάνω σε χαρτόνι µπρίστολ, τώρα το µολύβι αποζητούσε µιαν άλλη πίεση, να χαρακώσει το χαρτόνι, να αφήσει τα σηµάδι του, να κάνει την πληγή του, πληγή βαθειά, ερχόταν από αιώνες αναζήτηση, οι γραµµές κυµατοειδείς ή σκέτοι κοχλίες, σπαράγµατα από πουλιά και σηµάδια ατηµέλητα του µάστορα µιας άλλης εποχής, χαµένης στο σκοτάδι των χωµάτων και της πέτρας των σπιτιών που κτίστηκαν πάνω τους, – µε κάτι τέτοια προσπαθούσε στα δέκα εφτά του να απαντήσει στο ερώτηµα: ιατρική ή αρχαιολογία;- , ύστερα η σειρά του ραφιδογράφου, το χέρι σταθερό να κυλήσει η µαύρη µύτη του µελανιού στην αυλακιά της ξεπατικοτούρας, να σηκώσει το σχέδιο κεφάλι, να του πει ευχαριστώ, «µε έφερες πάλι στο φως, κι ας είµαι µόνο µια σειρά από σπασµένες κουκίδες..»…
Τώρα µετά την κατηφόρα της Κανεβάρο, κι αφού ούτε η Μαρία η εξαδέλφη απάντησε στο χτύπηµα του κουδουνιού, έστριψε δεξιά, να χορτάσει το µάτι του τον Αιγυπτιακό Φάρο. Που να ‘ξερε πως στο µέλλον µιλιούνια οι τουρίστες θα στέκονταν εδώ να φωτογραφηθούν. Πέρασε το Γυαλί Τζαµισί µε το κακάσχηµο νέο κτίριο στο πλάι του, χοροί αποκριάτικοι εδώ, και έρωτες πάντα κρυµµένοι, έπιασε το πεζοδρόµιο µπροστά από το Τελωνείο. Θα περνούσε όλη την ακτή µε τα καρνάγια, την Πύλη της Άµµου και πίσω πάλι.
Ήταν πρώτα τα φοιτητικά µποτάκια του – φοιτητής, αµπέχωνο και µποτάκια στα πόδια πήγαιναν πακέτο εκείνο τον καιρό -, που τον κράτησαν καθηλωµένο στην είσοδο του Τελωνείου. Κι ήταν το άσπρο χαρτί το κολληµένο στο ξύλο της πόρτας που τον άρπαξε από τα µάτια πρώτα κι ύστερα τους ώµους κι ύστερα το σώµα ολάκερο σε µια στάση άβολη, αν και ψηλός ο ίδιος, µπορούσε χωρίς κόπο να διαβάζει σε ευθεία γραµµή το χαρτί.
«ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ∆ΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ – ∆/ΣΙΣ ΕΓΚΛ/ΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ – ΕΚΤΑΚΤΟΝ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Της 4-3-74 – Αριθµός 30 ΠΡΟΣ ΑΠΑΣΑΣ ΑΣΤΥΝ. ΚΑΙ ΛΙΜ. ΑΡΧΑΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Ανακοινούµεν ότι, υπό της Υπο/νσεως Γενικής Ασφαλείας Αθηνών, καταζητούνται οι κάτωθι εικονιζόµενοι, ως διωκόµενοι δυνάµει των, δι ένα έκαστον αναφεροµένων δικαστικών εγγράφων, ως ακολούθως» …και πριν διαβάσει τα αδικήµατα, όλα για τον Αναγκαστικό Νόµο 509 του 1947, τους αριθµούς των ενταλµάτων συλλήψεως και προφυλακίσεως του « Εκτάκτου Στρατοδικείου Αθηνών», είδε τις φωτογραφίες.
Σαν έτοιµος από καιρό, κατάλαβε: τα δυο κορίτσια της πόλης, καταζητούντο. Και τα δυο αγόρια της Νοµικής. Πόσες ώρες έµεινε εκεί; Περπάτησε ως το Φάρο; Ανηφόρισε τη Μίνωος; ∆εν θυµάται, έφαγε; Η περιφορά του Επιταφίου τον βρήκε πάλι µπροστά στο Τελωνείο. Το θλιµµένο µαρς από την µπάντα, το άρωµα των λουλουδιών. Οι αξιωµατούχοι της όµορφης πόλης, λογής συνεργάτες των συνταγµαταρχών, οι κυρίες τους µε ανοιξιάτικο ταγιέρ και το πρέπον κόσµηµα, ο ταπεινός λαός βουτηγµένος στη σιωπή, κάποια βλέµµατα πάνω του, και συνάµα στο χαρτί πλάι του, γι’ αυτό δεν στάθηκε εδώ; Να τους πει, «κοιτάξτε, ρε, µόνο αυτό θέλω, να περάσετε αύριο να διαβάσετε…», τα χέρια µε τα µατωµένα καταφαγωµένα του δάχτυλα, όχι, το αίµα ήταν δική του µόνο υπόθεση.
* Το διήγηµα “Λιµάνι δακρυσµένο” γράφτηκε τον Απρίλιο του 2023 για τις “διαδροµές” των “Χανιώτικων νέων”, ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Ποταµός” η συλλογή διηγηµάτων της Νίκης Τρουλλινού µε τίτλο “∆ηµοςκρατία των ονείρων”.