Μια ιστορία καλλιτεχνικής αγάπης θα µας απασχολήσει στο σηµερινό “ρεφρέν”, για ένα ζευγάρι που άφησε ανεξίτηλο το στίγµα του στην ελληνική µουσική σκηνή.
Η Μαίρη Λίντα, όταν ακόµα ήταν παιδί, δούλεψε πλάι στον Μανώλη Χιώτη στο “Πίγκαλς”. Τότε ήταν που άρχισε να νιώθει τα πρώτα συναισθήµατα για τον επιτυχηµένο τραγουδιστή – συνθέτη και δεξιοτέχνη του µπουζουκιού.
Μπορεί να ήταν αρκετά µεγαλύτερός της, αλλά τον ερωτεύτηκε. Αυτό συνέβη ένα βράδυ όταν οι δυο τους είχαν τελειώσει το πρόγραµµά τους. Εκείνη έτρωγε σε ένα τραπέζι µαζί µε την µητέρα της και παραδίπλα καθόταν ο Χιώτης που “γρατζουνούσε” το µπουζούκι και τραγουδούσε. Κάποια στιγµή, ρώτησε τη Λίντα ποιο τραγούδι επιθυµούσε να της πει:
– Την “Αραµπέλα”, του είπε, καθώς το αγαπούσε πολύ το κοµµάτι.
– Θα σ’ το πω, αλλά θέλω να µου πεις ότι µ’ αγαπάς! της είπε ο Χιώτης, µε πολύ φυσικό τρόπο, όπως θα το ‘λεγε σε οποιοδήποτε παιδί της ηλικίας της.
– Σας αγαπάω!…
– Όχι έτσι! ∆εν µου αρέσει έτσι! Θα µου πεις «σ’ αγαπώ»!
– Σ’ αγαπώ, του είπε εκείνη, φανερά σαστισµένη.
– Ωραία! Κι εγώ σου υπόσχοµαι πως, όταν φτάσεις µέχρι τον ώµο µου, θα σε παντρευτώ.
Η Λίντα ντράπηκε και χαµήλωσε το βλέµµα της. Ο Χιώτης τραγούδησε την “Αραµπέλα”, χωρίς να καταλάβει τι προκάλεσε: η µικρή Μαίρη δεν µπορούσε να σταµατήσει να τον σκέφτεται. Κάθε µέρα δεν έβλεπε την ώρα να πάει στο “Πίγκαλς”. Και κάθε φορά που άλλαζε στο καµαρίνι, ο Χιώτης πριν να µπει µέσα, πάντα της φώναζε: «Αραµπάς περνά;», «Περνά!» απαντούσε εκείνη, όταν είχε αλλάξει. Τότε εκείνος έµπαινε µέσα και άφηνε το παλτό του και την ρεπούµπλικά του στην κρεµάστρα. Ο τραγουδιστής πάντα πρόσεχε την Λίντα, καθώς ήταν 14 χρόνια µικρότερή του.
Ένα µεσηµέρι, όταν κάθισε να φάει µε τη µητέρα της, τη ρώτησε: «Αλήθεια, Μαίρη µου, το έµαθες ότι ο Χιώτης παντρεύεται;». «Αλήθεια; Α, ωραία, να ζήσουν!», είπε νευριασµένη.
Η απογοήτευσή της την έκανε να µην θέλει να τον βλέπει καθόλου. Στο “Πίγκαλς” δεν του έδινε σηµασία ούτε του απεύθυνε συχνά το λόγο. Ακόµα και όταν ερχόταν στο σπίτι της οικογένειάς της να πιει ούζο µε τον πατέρα της, εκείνη προτιµούσε να εξαφανίζεται. Το 1954, η Λίντα, όταν ήταν 19 ετών, τραγουδούσε στην “Κοµπαρσίτα”. Μια µέρα, λίγο πριν πάει στο µαγαζί, µαζί µε φίλους επισκέφτηκε ένα µπαράκι, στο οποίο σύχναζαν όλοι οι καλλιτέχνες της εποχής. Σε αυτό, βρέθηκε και ο Χιώτης.
Ο τραγουδιστής είδε τη Λίντα φανερά αλλαγµένη. Είχε µεγαλώσει και ντυνόταν όπως µια γυναίκα. Τότε, την πλησίασε και της είπε:
– Θυµάσαι τι σου είχα πει πριν από λίγα χρόνια; Πως, άµα φτάσεις µέχρι τον ώµο µου, θα σε παντρευτώ. Το θυµάσαι;
– Αν το θυµάµαι, λέει;
– Ε, λοιπόν, ήρθε η ώρα να σε ζητήσω από τον µπαµπά σου!
– Μα τι είν’ αυτά που λες; Εσύ είσαι παντρεµένος!
– ∆εν είµαι πια!
– Αλήθεια µου λες;
– Μα φυσικά, ψέµατα θα σου πω;
Το πρωί της επόµενης µέρας, οι δυο τους πήγαν στο σπίτι της και ξύπνησαν τον πατέρα της.
– Μπαρµπα-Αλέκο, καληµέρα, είπε ο Χιώτης.
– Καληµέρα, Μανώλη. Πώς από εδώ τόσο πρωί; απάντησε εκείνος.
– Κοίταξε, κυρ Αλέκο, εγώ… εδώ και κάµποσο καιρό. Αν µε θέλεις για γιο σου, δώσε µας την ευχή σου. Εγώ θα είµαι για τη Μαίρη και άντρας και πατέρας και προστάτης. Τα πάντα! Συµφωνείς;
– Αν συµφωνεί η Μαίρη, που ξέρω πόσο σ’ αγαπά και πόσο έχει κλάψει για σένα εγώ δεν θα φέρω αντίρρηση…
Το ζευγάρι παντρεύτηκε στις 23 Απριλίου 1959 και χώρισε το 1966.
Καλές ακροάσεις µέχρι την επόµενη ιστορία µε ρεφρέν!
Πηγή: “Μαίρη Λίντα – Μανώλης Χιώτης. Περασµένες µου αγάπες”. Μάκης ∆ελαπόρτας. Εκδόσεις: Ορφέας