Επέρνουνα οπροχθές από ΄να τσουνατολιόφυτο και θώρουνα τσι εργάτες να σηκώνουνε τα δίχθυα. Εδουλέβγανε ορεξάτα, παρά δεν εσκύβανε να μαζώκσουνε τσ΄ ελιές απου είχανε χυθεί όκσω απού το δίχτυ, κι ας είχανε φκαιρέσει χαχαλιές.
Μονομιάς αναστορήθηκα τα δικά μας μαζωχτά κι ο αργαλειός τση θύμησης με γάειρε πολλούς χρόνους οπίσω απου εκυνηγούσαμε και την ν-τελευταία ελιά. Κι όπως έχει το δικό τζη φάδι, αρχίνικσε να φαίνει από ΄ντε ορντινιάζαμε για τη γ-καινούργια βεδέμα.
Το λάδι πάντοτες είναι το καλύτερο μαξούλι στσι μπάντες μας και οι πλια πολλοί νοικοκυροί εκειά είχανε τσ΄ απαντοχές τωνε. Κιαμιά βολά ετέλειωνε πριχού τη βεδέμα κι επγαίνανε στη φάμπρικα να πάρουνε ένα πινάκι λάδι (ανε θυμούμαι καλά ήτονε δέκα οκάδες ποθές) για τη φαμελιά ν-τωνε, αλλά όντε το γαέρνανε απού τη μ-πρώτη βγαρμασιά, έπαιρνε παραπανίσιο, ένα πράμα σαν το ν-τόκο.
Απού νωρίς το πσιμοκαίρι, όντεν έδειχνε πως θα ξελαρμίσει βεδέμα, όσοι δεν είχανε παραχέρι εκάνανε τα κουμάντα ντωνε να βρούνε μαζώχτρες.
Ετούτεσας οι γυναίκες, (απάντρευτες το πλια) επγαίνανε σε κσένα μαζωχτά επειδής μπορεί να μην είχανε δικές τωνε ελιές, γή, αν΄ είχανε, εμπορούσανε να τσι παλαίπσουνε οι αποδέλοιποι τση φαμελιάς τωνε. Οι πλια πολλοί αφεντικοί επαίρνανε μια γή δυο μαζώχτρες και τσοι πλια βολές τσοι κοιμίζανε, στο σπίτι ντωνε κι ήτονε σαν την φαμελιά ντωνε.
Ηρχούντονε εργάτες απου την μ-παλιά Ελλάδα, θυμούμαι απού τα Τρίκαλα, τη Μακεδονία, τη Μυτιλήνη, (χρονιές απου δεν είχανε βεδέμα) κι άλλους τόπους. Εμείς το ελέγαμε «Παλιά Ελλάδα» κι ας ήτονε τόποι απου εγαήρανε στην Ελλάδα ίδια εποχή με τη Κρήτη, γή κι οπσιμότερα.
Οι βαρονοικοκύροι με τα μεγάλα μετόχια, επαίρνανε πολλές μαζώχτρες, τσι βάνανε σε χωριστά σπίθια κι εκάνανε το δικό ντωνε χωργιό. Επαίρνανε και μερικούς άντρες για να κουβαλούνε τσ΄ ελιές απού το λιόφυτο, γή στο σπίτι, γή εκεια απου είχανε συφωνημένο να τσοι ΄παιρνε το αλιτριβιδειό.
Τα πρωινά επγαίνανε με τα καλάθια ντωνε, ποδαράτα στα λιόφυτα του αφεντικού με σαλαούδα, αλλά εδίνανε ζωντάνια, νιοι αθρώποι όπως ήτονε. Εδουλέβγανε σκόλη καματερή κι εσταματούσανε μόνο τσι βαρές σκολάδες. Απίς εκουκουβίζανε κάτω απού την ελιά εδούλεβγε κάθα μια τ΄ όργο τζη απού ήλιο ως ήλιο, τα οχτάωρα δεν τα κατέχανε. Εμάζωνε μια μια την ελιά, εγέμωζε τη φούχτα και τσοι πέτα στο καλάθι, μέχρι να το γεμώσει και να τσοι φκερέσει στο τσουβάλι. Όντε ν΄ εμαζώνανε σε τσούργιους απου δεν εμπόργειε να σταθεί το καλάθι εφορούσανε μια μπροσποδιά στη μέση ντωνε κι εβάνανε τσ΄ ελιές. Απού τσοι Φλεβαρομάρτηδες έπρεπε να κσεριζώνεις τα χόρτα να πσάχνεις τσ΄ ελιές.
Εμαργώνανε τα χέργια άμα έκανε κρυγιώτη, γή εμπόργειε να τσοι ζαγλώνουνε τσίτες, αλλά δεν εσταματούσανε, το μεροκάματο ήτονε χρειγιαζούμενο. Και το μεσημέρι για να φάνε το βριστούμενο εκοχιάζανε σε κιανένα σπηλιάρι άμα ητανε, γή κοντά στη κουτσούρα κιαμιάς μεγαλόριζας ελιάς. Το μεσημεριανό ντωνε αναλόγως όπως τάχανε συφωνήσει με τον αφεντικό, το ΄πγαινε ο ίδιος, αλλα τσοι πλια βολές εμαγερωτσικαλίζανε οι γ-ίδιες. Εμπόργειε νάναι μαγειρεμένο φαΐ, γη κιαμιά ρέγγα με αλατσολιές, τυρί και πσωμί. Ητονε φορές απου στο σακούλι είχανε μόνο ελιές και πσωμί.
Έχω ακουσμένα και μια ιστορία για χουβαρντά αφεντικό ένα απου είχε κι ένα ψευτομπακάλικο. Επσουνίζανε ούλο το χειμώνα οι μαζωχτάδες κι οντε ν΄ επήγανε τ΄ απομαζώματα να κάμουνε λογαριασμό, των είπε πως ήτονε πάτσι πόστα.
Μια γ-καλή μαζώχτρα εμάζωνε πέντε γή έκσε καλάθια την ημέρα, ανάλογα αν είχε πολλές πεζμένες στη γης γή να μην ήτονε μπερετίνες απου δεν εβγαρτίζανε. Μια κοντοχωργιανή μας εμάζωκσε σε μιαν ημέρα ενάμιση καλάθι, επειδής ήτονε λιανολιές. Κι αντίς το βράδυ να βλαστημά τον αφεντικό, (είντα μεροκάματο να βγάλει) εντρέπουντονε επειδής εμάζωκσε λίγες ελιές.
Έπρεπε να κσεχωρίσουνε κι οι γ-ελιές κάθε μαζώχτρας για τη μ-πλερωμή τζη. Παλιότερα επαίρνανε το μαζωχτικό απού τέσσερα ένα, εγίνηκε ύστερα απού τρία ένα. Ετούτεσας οι συφωνίες στσοι μέρες μας έχουνε αλλάκσει. Άμα πλερώνεται με μακσούλι ο εργάτης, παίρνει το μισό, άκουσα πως κιαμιά φορά παίρνουνε τρία μερτικά κι αφήνουνε ένα του αφεντικού. Το πσώμα θυμούμαι (αν είναι πσώμα), το πσωματάρη δε θυμούμαι.
Ίδια βάσανα εσέρνανε και οι γυναίκες κάθε σπιθιού επειδής σάϊκα δεν εκάθουντονε στο γραφείο. Απεις εγαέρνανε το βράδυ στο σπίτι αντίς να κσεκουραστούνε είχανε τα μαγεροσικαλίσματα και την αποδέλοιπη λάτρα του σπιθιού. Αλλα κι γ-άντρες επρεπε να ξεφορτώνουνε το χτήμα, διαρμίσουνε τα ζυμπράγαλα, να αρμέκσουνε τα μαρτάρικα, να αχεροταΐσουνε.
Όποιος δεν τα πάλαιπσε ετούτανα, δεν του ΄ναι εύκολο να τα νοήσει. Εκσεκίνας απου ένα λιόφυτο κι απείς το τέλειωνες έπγαινες σε άλλο και σε άλλο κι απεις επαίρνας απου ούλα, κσαναπήγαινες στο πρώτο. Ετσα απου είναι κακομοιρασμένα και λίγη περουσία νάχει κιανείς, έχει αποκομάτσουλα σε πολλούς τόπους.
Ραβδιστάδες εκείνηνα την εποχή δεν υπάρχανε επειδής οι γ-ελιές ήτονε σαφής τσουνάτες, άλλες ράτσες ελιέδω (δαφνολιές, ραχάτες κι άλλες) εθώριες αρέ και που. Λιανές, οι πλια πολλοί δεν είχανε μπίτι για μπίτι, επειδής δεν είχανε ελιδόπανα να ραβδίζουνε, τσι μαζώνανε απού χάμες και ητονε βάσανο να πέσεις σε λιανή ελιά, ετσα βέσβελα απου ΄ναι.
Δεν έχουνε τελειωμό ανε πχιάσει κιανείς ν΄ αναθυβάλει τσοι ιστορίες και τα βάσανα απούχανε τα μαζωχτά. Άμα φυσούσανε τη νύχτα δυνατοί αέρηδες, ταχιά-ταχια εγλακούσανε στσι ελιές απου επέρνα δρόμος απού κάτω, αμαξωτός γή μουλαρόστρατα. Έπρεπε να μαζωχτούνε για να μην τσι τσαλοπατήσουνε οι πορπατάροι, γή τα χτήματα που θα ν-επερνούσανε. Κιαμιά βολά άμα δεν επρολάβαινες τσι σκούπιζες να τσοι παραμερίσεις και να τσοι μαζώκσεις με την ησυχία σου. Άλλος μπελάς και εζημιά ήτονε άμα έπχιανε κιαμιά χιονιά απου εσπούσανε κλαδιά προσπάντως στσι φορτωμένες και τσι πλια φορές τα πλαϊνά. Εμένανε σαφής τα όρθια κλαδιά κι ήτονε μεγάλη εζημνιά. Κιαμιά βολά εχερειγιάζουντονε να κόπσεις απού το μ-πάτο την ελιά.
Άμα ήθελες να κάμεις τσακιστολιές γή κοφτολιές τσι μάζωνες πρίχου καλολαδώσουνε, επειδής άμα ωρμάζανε δεν αντέχανε πολύ γ-καιρό εγινούντονε σαν τον ομυαλό. Μόνο για να κάμεις αλατσολιές εδιάλεγες ώρμες ελιές και να μην είναι χτυπημένες. Ετούτεσας οι γ-ελιές, προσπάντως οι γ-αλατσολιές απου δεν ελείπανε απού κιανένα σπιτικό, εσώσανε αθρώπους κι αθρώπους με τη δύναμη του λαδιού.
Όπως επερνούσανε τα χρόνια αναμαζώκσανε οι γ-αθρώποι ελιδόπανα. Κι επειδής απού τη λιανή ελιά επέρνας μια κι όκσω, πολλοί εκεντρίζανε γή κι εκσεριζώσανε τσοι τσουνάτες. Αλλά εσταματήσανε να σπέρνουνε και τα καματερά σόχωρα τα γεμώσανε με λιανολιές. Όη μόνο ετούτονα παρά εκσεχερισέπσανε κι άλλα και για τούτονα όπου και να γαείρει η αμαθιά σου λιανολιές θωρείς, τσουνάτες έχουνε απομείνει μόνο οι παλιές. Τα αποδέλοιπα ήμερα δεντρά απιδιές, αμυγδαλιές και τ΄ άλλα, είναι απολιγιάς.
Όντεν΄ αρχινήκσανε τα ραβδιστά επήρανε ελιδόπανα, αναμαζώνανε καλάμια, δέμπλες και κάθε ραβριστής είχε το δικό ν-του μιτσο ραβδάκι, δεμπλάκι το λέγανε, απου το χρειγιάζουντονε πλια πολύ όσοι εβγαίνανε απάνω στην ελιά.
Ανιστορούμαι πως ετότεσας εμάζωνες και στο χωργιό μας στη μια μπάντα άκουγες τσοι Χατζημαρίδες, στην άλλη Μπουλτάδες, Μπενήδες γή όποιο άλλο συνοράτορα. Απού το 1990 ποθές κι ύστερα στα μετόχια εγροίκας αλβανικά, ρώσικα, βουλγάρικα.
Γράφω ετούτανα σήμερο απου δεν είναι ελιδόμερα, παρά αν εφαίνουντονε ο ήλιος έχει βγει ένα μπόι κι έχω ακόμης τα μαρτάρικα μέσα. Κι εγώ τα νοιάζομαι αλλά περνά πέρα πόδες η κερά και γούζιεται για το γραμματικό απου θα του πσοφήσουνε τα έχνη. Παραιτώ τσι γιαφτάδες μου να μην τση πω κιαμιά κουβέντα επειδής οντε θωρεί και μένουνε οι δουλειές οπίσω, είναι μπροσάφορμη. Στην επόμενη κακοκαιργιά θα σασε γράπσω για τα κουβαλητά των ελιέδω και τσοι φάμπρικες.
Νάχουμε την υγειά μας ούλη τη χρονιά και να δώκει ο Μεγαλοδύναμος να περάσει η παλιαρώσια. Κι όσοι δε τση γλυτώσομε, μπάρε μου να τηνε περάσομε αλαφρά. Είντα να πει κιανείς για κείνουσας απου δε γ-κάνουνε το μπόλι. Με κάνουνε και θυμούμαι μια μαντινάδα απούχω ακουσμένη: Ανε γινόντανε ο νους /σαν τσ΄ άνυδρες ντομάτες,/ ήθελε νάναι ουλωνώ /οι κεφαλές γεμάτες.
*ο ΚατωΚεφαλιανός