Ο Νικολής λιμπίστηκε
γίδα να μαγειρέψει
κι απ’ του Στρατή σοφίστηκε
τη στάνη να την κλέψει.
Έτσι μια νύχτα φωτεινή,
στη σύζυγο του Μαίρη
είπε μια πρόφαση κοινή,
πως πάει για καρτέρι.*
Με ένα σκοινί κι ένα φακό
τράβηξε για τη στάνη,
περπάταγε σαν ξωτικό
θόρυβο να μην κάνει.
Σε μια στιγμή σα ν’ άκουσε
σε ερημική οικία
κραυγές που δεν ξανάκουσε…
και μια φωνή οικεία.
Σίμωσε κι ό,τι αντίκρισε,
δεν θέλει να πιστέψει
γιατί η χαρά πλημμύρισε
την πονηρή του σκέψη.
Η Μαίρη του με τον Στρατή
κάναν «εργολαβία»
γι’ αυτό της στάνης το στρατί
πήρε με δίχως βία.
Με γίδες δυο σκεπτότανε,
απόψε θα πατσίσει
κι ολόκληρος χαιρότανε
γιατί είχε βρει τη λύση.
Κι όταν θα θέλει φαγητό,
κρέας, θα λέει στη Μαίρη
το παραμύθι το γνωστό.
πως πάει για καρτέρι.
*Στα αγριοκάτσικα