Μετά από περιπέτεια τριών ετών έφτασε στις ελληνικές Αρχές η άγνωστη για πολλούς Ελληνες η “λίστα Μπόργιανς”. Αν η λίστα Λαγκάρντ βγήκε στο φως της δημοσιότητας κάπως αργά και παραποιημένη, τουλάχιστον για τρία ονόματα όπως αποδείχθηκε, η λίστα Μπόργιανς κανείς δεν βάζει το χέρι του στο Ευαγγέλιο ότι στα τρία χρόνια δεν υπέστη κι αυτή διαδικασία επεξεργασίας. Εγινε θόρυβος για τη λίστα Λαγκάρντ, ακούστηκε ακατάσχετη φλυαρία, να τιμωρηθούν οι δράστες παραποίησης “δημοσίου εγγράφου” ή ν’ απαλλαγούν λόγω “πολιτικού λάθους”. Ισως προκληθούν πολιτικά ερεθίσματα και για τούτη τη λίστα, όχι μόνο για τους υψηλά ιστάμενους μεταξύ των 10.588 καταθετών της ελβετικής τράπεζας UBS, αλλά γιατί αρνούνταν οι ελληνικές Αρχές ν’ αποκτήσουν τη λίστα απ’ τον Οκτώβριο 2012, η οποία περιήλθε στην κατοχή τους τελικά τον Νοέμβριο 2015.
Ο υπουργός Οικ/κών της Βόρειας Ρηνανίας Βάλτερ Μπόργιανς προσκάλεσε τον Οκτώβριο 2012, τον Ελληνα πρόξενο στο γραφείο του να συζητήσουν «περί οικονομικής κρίσης και CD με στοιχεία καταθετών φοροφυγάδων». Η συνάντηση έγινε, όπου ο πρόξενος πληροφορήθηκε από τον Μπόργιανς τα περί CD, που εξαγοράσθηκαν απ’ την κυβέρνηση της Βόρειας Ρηνανίας, που περιείχαν ονόματα και τραπεζικούς λογαριασμούς εκτός Γερμανών, αλλά και Ελλήνων καταθετών. Ο Ελληνας πρόξενος δεσμεύθηκε να απαντήσει, εφ’ όσον πάρει οδηγίες απ’ τον αμέσως ανώτερό του Ελληνα πρέσβη στο Βερολίνο.
Επειδή η ελληνική πλευρά δεν ανταποκρίθηκε ο Μπόργιανς επανήλθε τον Νοέμβριο σημειώνοντας ότι είχε ενημερώσει και τον ομοσπονδιακό υπουρ. Οικονομικών Σόιμπλε, ο οποίος είχε συμφωνήσει να δοθεί η λίστα και μάλιστα ενέκρινε να επισκεφθούν Ελληνες τις Υπηρεσίες της Ρηνανίας και να συνεργασθούν για το θέμα. Οι εντολές που πήρε απ’ την Αθήνα ο πρόξενος ήταν «να απορρίψει ευγενικά την πρόταση για ενδεχόμενη συνεργασία για το γνωστό θέμα». Ο Μπόργιανς, όμως, μετά την ενημέρωσή του για να μην μείνει εκτεθειμένος, απέστειλε επιστολή στον Ελληνα υπουργό, αρμόδιο για τα έσοδα του κράτους, πιστεύοντας ότι από αυτόν θα έχει ανταπόκριση, πλην όμως δεν πήρε απάντηση.
Την περίοδο εκείνη είχε εκδηλωθεί σάλος περί τη λίστα Λαγκάρντ και γινόντουσαν επαφές για την υπογραφή διακρατικής συμφωνίας με την Ελβετία για τη φορολόγηση των αδήλωτων καταθέσεων.
Ομως, όπως προκύπτει από δημοσιογραφικά στοιχεία, το θέμα της λίστας Μπόργιανς ανακίνησε μία Γερμανίδα βουλευτής των Σοσιαλδημοκρατών, σύζυγος εγκατεστημένου Ελληνα στη Γερμανία, που ενημέρωσε στην Αθήνα φίλη της και στενή συνεργάτιδα του κ. Τσίπρα. Αποτέλεσμα ήταν να αναλάβει πρωτοβουλία η Γεν. Γραμματεία κατά της Διαφθοράς του Υπ. Επικρατείας να επισκεφθούν Ελληνες τεχνοκράτες και εμπειρογνώμονες του Υπ. Εξωτερικών τη Βόρεια Ρηνανία και μετά διαδικασίες τριών μηνών να πάρουν τη λίστα τον Νοέμβριο του 2015, που περιέχει στοιχεία υπόπτων Ελλήνων για φοροδιαφυγή.
Δεν υπήρχε, λοιπόν, πολιτική βούληση να αξιοποιηθεί κάθε τι που θα μπορούσε να εξασφαλίσει έσοδα απ’ τους φοροδιαφεύγοντες. Ισως να ήθελαν να αποκρύψουν μερικούς που γνώριζαν ότι βρίσκονταν στην επίμαχη λίστα. Ο θόρυβος, έτσι, στην πολιτική επικαιρότητα επαναλαμβάνεται, όταν επικρατούν συνθήκες γενικευμένων ανωμαλιών μήπως και καταλαγιάσει η μαυρισμένη ψυχή του κόσμου από κύματα αμφισβητούμενης αλήθειας. Με τις πράξεις τους οι πολιτικοί έκαναν τη χώρα μας να είναι η ίδια το πρόβλημα. Αυτά έβλεπε ο Σόιμπλε και ξεσπούσε εναντίον των Ελλήνων που τον λοιδορούσαν, γιατί δεν ήξεραν πολλά που είχαν γίνει και τους τα ’κρυβαν.
Η ευθύνη των πολιτικών είναι μεγάλη και το δυστύχημα είναι ότι δεν φθάνει που δεν την αναγνωρίζουν δικαιολογούνται παραπλανώντας την κοινή γνώμη αλλοιώνοντας την αλήθεια!
Τα Χανιώτικα Νέα συμμετέχουν στην Πρωτοβουλία Journalism Trust Initiative (JTI) των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, έχοντας συμπληρώσει και δημοσιεύσει την Αναφορά Διαφάνειας. Η Πρωτοβουλία JTI είναι ένα διεθνές πρότυπο για την και έχει ως στόχο την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού στα ΜΜΕ μέσω της ανάδειξης και προώθησης της αξιόπιστης δημοσιογραφίας,
Συμμετέχοντας στην πρωτοβουλία αυτή, αναλαμβάνουμε την ευθύνη να συμβάλλουμε στην καταπολέμηση της παραπληροφόρησης και να προάγουμε την αξιοπιστία και την ηθική στη δημοσιογραφία. Με αυτόν τον τρόπο, στηρίζουμε τις βασικές αρχές της ελευθερίας του τύπου και της δημοκρατίας, προσφέροντας στους πολίτες έναν αξιόπιστο πυλώνα πληροφόρησης.