Το ξαναείδαμε προχθές. Στην ανακοίνωση του θανάτου του Αλέν Ντελόν. Μια ακόμα αφορμή για να βγουν τα ξίφη. Για έναν άνθρωπο που οι περισσότεροι δεν είχαν καν δει ταινία του. Κι έγραψαν ότι ήταν ωραίος, αλλά ατάλαντος και φασίστας και χίλια δύο άλλα και κοντά σ’ αυτόν «έθαψαν» και όλους όσοι τόλμησαν να γράψουν κάτι για τη γοητεία του τεθνεώτος.
Προς τι το μίσος; Ήταν το θέμα μας ο Ντελόν ή την ίδια τύχη επιφυλάσσει σε όλους το κοινό
των social media; Ή μήπως έτσι ήταν πάντα, απλά κάποτε τα σχόλια στα μετόπισθεν της νεκρώσιμης ακολουθίας, τα άκουγαν μόνο οι διπλανοί;
Η απάντηση για όλες αυτές τις αντιδράσεις κρύβεται συνήθως στα αρχέγονα συναισθήματα της ζήλιας, του φθόνου, του μίσους. Στην προσπάθειά μας να απομυθοποιήσουμε τα είδωλα και να αναζητήσουμε ψεγάδια στο φαινομενικά τέλειο.
Για να αισθανθούμε στο τέλος λίγο καλύτερα μπροστά στο κοινό και αναπόφευκτο.
Ο Ντελόν, όπως και όλοι μας, δεν ήταν φτιαγμένος από ένα μόνο υλικό. Είχε τις φωτεινές και τις σκοτεινές πλευρές του. Τις παραξενιές και τα προτερήματά του. Έζησε σε μια εποχή χωρίς social media, που αγαπούσε τους μύθους, τα sex symbols και τα κουτάκια.
Σήμερα, τα καλούπια αυτά έχουν σπάσει και πριν βρούμε με τι θα τα αντικαταστήσουμε, κονταροχτυπιόμαστε στην αρένα των σόσιαλ μίντια, συχνά χωρίς λόγο, αλλά πάντα με πολύ πάθος.