Μετά από εννέα χρόνια συνεχών αναβολών διεξήχθησαν στις 6 Μαΐου εκλογές στο Λίβανο οι οποίες χαρακτηρίστηκαν από μεγάλη αποχή των ψηφοφόρων αλλά και από την διατήρηση των παραδοσιακών κομμάτων στις θέσεις ισχύος.
Το αποτέλεσμα των εκλογών δεν άλλαξε τη χώρα, αλλά η δυσφορία για την καθεστηκυία πολιτική ελίτ, αλλά και για τα πολλαπλά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα ήταν και παραμένει διάχυτη. Πώς όμως οι συγκεκριμένες εκλογές συνέβαλαν στην περαιτέρω αποσταθεροποίηση του ήδη ασταθούς Λιβάνου;
Ο Λίβανος έχει υιοθετήσει ένα ιδιαίτερο πολιτικό σύστημα, τον κονφεσιοναλισμό (confessionalism), στο οποίο προκρίνεται η κατανομή της πολιτικής εξουσία ανάλογα με το «βάρος» της κάθε θρησκευτικής ομάδας, ώστε να εξασφαλίζεται η ειρηνική συνύπαρξη και η συνεργασία ανάμεσά τους. Κύριο στοιχείο διαχωρισμού των κομμάτων δηλαδή είναι κυρίως η θρησκευτική ταυτότητα και δευτερεύων η ιδεολογική τοποθέτηση. Στο Λίβανο υπάρχουν δεκαοχτώ αναγνωρισμένες θρησκευτικές ομάδες με διαφορετικό πολιτικό βάρος ανάμεσά τους. Τη μεγαλύτερη πληθυσμιακά ομάδα αποτελούν οι Μουσουλμάνοι με 54% του πληθυσμού, οι οποίοι χωρίζονται στους Σιίτες(27%) και τους Σουνίτες (27%). Δεύτερη ομάδα είναι αυτή των Χριστιανών (40%), η οποία με τη σειρά της χωρίζεται σε Μαρωνίτες Καθολικούς (21%), Ελληνορθόδοξους (8%), Ελληνοκαθολικούς (5%), και λοιπούς Χριστιανούς (6,5%). Τέλος μικρότερες θρησκευτικές ομάδες παίζουν κι αυτές σημαντικό ρόλο, όπως οι Δρούζοι (5,6%). Αυτή οι ποικιλομορφία καθιστά το Λίβανο ένα από τα πιο θρησκευτικά πολυποίκιλα κράτη στην περιοχή.
Για να διατηρηθεί η ισορροπία και η σταθερότητα, έχει αποφασιστεί ο Πρόεδρος του Λιβάνου να είναι Μαρωνίτης, ο Πρωθυπουργός Σουνίτης Μουσουλμάνος και ο Πρόεδρος της Βουλής Σιίτης, σύμφωνα με ένα Πρωτόκολλο που υπογράφθηκε το 1932 μεταξύ των κυρίαρχων θρησκευτικών ομάδων, όταν οι Μαρωνίτες ήταν πλειοψηφία και η περιοχή βρισκόταν υπό γαλλική επικυριαρχία. Όμως, καθώς με τα χρόνια οι συσχετισμοί άλλαζαν υπέρ των Μουσουλμάνων, μετά το τέλος του εμφυλίου στη χώρα (1975- 1990), υπογράφθηκε η συμφωνία του Ταϊφ η οποία μείωσε τις εξουσίες του Προέδρου και έκανε το σύστημα πιο πρωθυπουργοκεντρικό.
Νικητής των εκλογών αυτών ήταν οι Σιιτικές δυνάμεις της Χεζμπολάχ και του Αμάλ και των κομμάτων προσκείμενων σε αυτές και που υποστηρίζονται από το Ιράν, εξασφαλίζοντας σχετική πλειοψηφία 43 εδρών. Ο επικεφαλής του πολιτικού και στρατιωτικού σχηματισμού της Χεζμπολάχ, Χασσάν Νουσραλλάχ δήλωσε πως η νίκη του στις εκλογές ήταν ένα κρίσιμο πλήγμα στους υποστηρικτές της Σαουδικής Αραβίας. Κύριος στόχος της οργάνωσης είναι η αντίσταση κατά του Ισραήλ, καθώς και η απώθηση των αμερικανικών συμφερόντων από τη χώρα. Από την άλλη, ο πρώην πρωθυπουργός Σουνίτης Σαάντ Χαρίρι, με το κόμμα του Κίνημα για το Μέλλον, αν και υποστηριζόμενος από τη Σαουδική Αραβία και τις ΗΠΑ, έχασε το 1/3 των εδρών, από 34 σε 21, αφού έχασε πολλούς ψήφους στη Βηρυτό από όπου παραδοσιακά αντλούσε την εκλογική του δύναμη. Καθώς το πολιτικό σύστημα του Λιβάνου είναι δομημένο ώστε να εκπροσωπούνται τα συμφέροντα όλων των θρησκευτικών ομάδων, οι 128 έδρες του κοινοβουλίου είναι μοιρασμένες μεταξύ τους, χωρίς να μπορεί η μία να κυριαρχήσει έναντι των άλλων, ώστε οι κυβερνήσεις συνεργασίας είναι ο κανόνας. Αναπόφευκτα, ο Χαρίρι και οι Μαρωνίτες δήλωσαν έτοιμοι να συγκυβερνήσουν μετά από διάλογο για εξεύρεση κοινών πολιτικών.
Ωστόσο, η επόμενη μέρα βρίσκει το Λίβανο μουδιασμένο καθώς η μεγάλη αποχή (51% του εκλογικού σώματος) δείχνει την ανικανότητα του πολιτικού κατεστημένου να ανταποκριθεί στα αιτήματα των ψηφοφόρων για ανάπτυξη, μείωση της ανεργίας και σταθερότητα της χώρας. Ο Λίβανος μια χώρα 4,5 εκατομμυρίων κατοίκων έχει επωμιστεί το βάρος της φιλοξενίας 1,1 εκατομμυρίων προσφύγων από τη γειτονική Συρία, ενώ έχει περί τους 450.000 πρόσφυγες από την Παλαιστίνη, και 6,5 χιλιάδων από το Ιράκ, δηλαδή το 25% του πληθυσμού, ανεβάζοντας τον αριθμό σε 6 εκατομμύρια. Η κατάσταση έχει οδηγήσει τις κρατικές δομές στα όρια τις κατάρρευσης, ενώ σε πολλές περιπτώσεις δεν παρέχονται βασικές υπηρεσίες όπως η ηλεκτροδότηση και η συγκομιδή των απορριμμάτων. Επιπλέον η χώρα είναι υπερχρεωμένη: το δημόσιο χρέος της φτάνει τα 79 δις δολάρια, δηλαδή το 150% του ΑΕΠ της. Η αποδιάρθρωση των κρατικών υποδομών, η οικονομική δυσπραγία, μαζί με το πολιτικό αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκε η χώρα τη περίοδο 2014-2016, όταν έμεινε χωρίς Πρόεδρο, έφεραν σε δύσκολη θέση τις πολιτικές ελίτ της χώρας. Κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα, η Χεζμπολάχ και το Κίνημα για το Μέλλον δεν μπόρεσαν να απαντήσουν στα κρίσιμα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Αντίθετα κατά την προεκλογική περίοδο επέλεξαν να καταφύγουν σε αλληλοκατηγορίες για τα προβλήματα της χώρας, προσπαθώντας να κινητοποιήσουν τα σεκταριστικά συμφέροντα που εκπροσωπούνται μέσα από κάθε πολιτικό κόμμα.
Το βέβαιο είναι πως οι περισσότεροι Λιβανέζοι ηγέτες, από όλες τις θρησκευτικές ομάδες, έχουν χτίσει δίκτυα πατρωνίας μέσα σε δεκαετίες πολέμου και διαφθοράς και δεν μπορούν, ούτε θέλουν να αλλάξουν την κατάσταση.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Λίβανος εντάσσεται στο πεδίο διεξαγωγής της ευρύτερης σύγκρουσης μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας, κάτι που φάνηκε από την επιρροή που άσκησαν οι δύο περιφερειακές δυνάμεις τόσο στις εκλογές αυτές αλλά και σε αυτές του Ιράκ στις 12 Μαΐου φέτος. Οι πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις της χώρας καλούνται να επιλέξουν στρατόπεδο, αλλά ταυτόχρονα και να στρατολογήσουν όσο το δυνατόν περισσότερους υποστηρικτές. Προς το παρόν ο πόλεμος είναι μόνο πολιτικός, όμως οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και μπορεί να οδηγήσουν σε δυσάρεστα αποτελέσματα. Παρόλα αυτά για τον Λιβανικό λαό σημασία έχει τόσο η σταθερότητα και η οικονομική ανάπτυξη, ώστε να επανεκκινηθεί η οικονομία σε μια χώρα όπου το 28% του πληθυσμού ζει κάτω και στα όρια της φτώχειας, αλλά και νέα πολιτικά πρόσωπα που θα προσπαθήσουν να υπερκεράσουν τα εμπόδια του σεκταρισμού και να αμβλύνουν τις αντιθέσεις. Ο Λίβανος όμως έχει καταφέρει, παρά τις τεράστιες προκλήσεις που αντιμετωπίζει, να παραμείνει σταθερός και να συνεχίζεται η λειτουργικότητα του κρατικού μηχανισμού με τις όποιες ελλείψεις. Τόσο ο Λιβανικός λαός αλλά και οι πολιτικές ελίτ γνωρίζουν ότι η χώρα βαδίζει ανάμεσα στην επιβίωση και την κατάρρευση γεγονός που οδηγεί σε συμβιβασμό. Όμως, όσο οι εντάσεις μεταξύ Ιράν και Σ. Αραβίας γίνονται εντονότερες είναι πιθανό ο πολιτικός συμβιβασμός να μην αποτελεί την πρώτη επιλογή στο μέλλον.