Oταν αναφέρεσαι σε ένα τέτοιο θέμα, όπως είναι η αξιοποίηση των τριών νεότερων, δημόσιων μνημείων στο Καστέλι, δεν μπορεί να μην βλέπεις το παρελθόν, όταν στη διοίκηση του Πολυτεχνείου ήταν δυο σπουδαίες προσωπικότητες, οι καθηγητές Περικλής Θεοχάρης και Θαλής Αργυρόπουλος.
Και αυτό μάλιστα όταν είσαι ένα Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα, ή κάποιος δημόσιος φορέας, όπως ο Δήμος και όταν γνωρίζεις τους αποκλειστικούς λόγους για τους οποίους αποκτήθηκαν, αλλά και τους περιορισμούς που υπάρχουν για τα μνημεία. Η αναφορά στο σήμερα και η σύγκριση με το παρελθόν είναι καταλυτική. Ο λόγος που επιμένω για το θέμα αυτό είναι ότι συμμετείχα ενεργά από την αρχή στη διαδικασία σύνδεσης του Πολυτεχνείου Κρήτης με την πόλη, που θα γινόταν παράλληλα με την ανάπτυξή του στο Ακρωτήρι και γνωρίζω όλα όσα προηγήθηκαν.
Τα μνημειακά κτήρια αυτά και οι χώροι αποκτήθηκαν με πολλαπλούς στόχους: Καταρχήν οι τότε εμπλεκόμενοι έβλεπαν τη σταδιακή ανάπτυξη του Πολυτεχνείου και την αναβάθμιση της παλιάς πόλης, που βρισκόταν σε μια κατάσταση ερήμωσης και ερείπωσης και είχε αρχίσει να παίρνει μια στρεβλή ανάπτυξη προς τη “μονοκαλλιέργεια” του Τουρισμού. Τέλος και οι δύο πλευρές έβλεπαν σαν ευκαιρία τη σωτηρία και αξιοποίηση κάποιων σημαντικών ΔΗΜΟΣΙΩΝ μνημείων, τα οποία δόθηκαν με εντελώς χαριστικούς όρους και δεν έχασαν ποτέ το δημόσιο χαρακτήρα τους.
Δεν θα μείνω στις μεθοδεύσεις και τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων, που είναι γνωστά και κάποιοι τα καταγγέλλουμε με μια εντελώς σαφή -και σε πολλά επίπεδα-τεκμηρίωση ως προς την αλλαγή στάσης των τελευταίων πρυτανικών αρχών, χωρίς να υπάρχει καμιά απάντηση. Θεωρώ ότι είναι γνωστά σε όλους. Εντύπωση όμως εξακολουθούν να κάνουν δυο πράγματα: Το πρώτο είναι η εμμονή των πρυτανικών αρχών, παρά τις έντονες αντιδράσεις, παρά τις εναλλακτικές προτάσεις των φορέων
-συμφέρουσες και για το Πολυτεχνείο και για την πόλη- σε μια λανθασμένη και απαράδεκτη από κάθε άποψη απόφαση. Το δεύτερο είναι η από κάθε άποψη επίσης απαράδεκτη παρέμβαση στη ζωή του τόπου μιας τουλάχιστον “περίεργης” ξένης επιχείρησης, που φιλοδοξεί να παίξει το ρόλο του επενδυτή, παράλληλα με εκείνον του “Μεγάλου Ευεργέτη”, όπως φαίνεται από την τελευταία παρέμβασή της με επιλεκτική “ενημέρωση” σε τοπικά ΜΜΕ. Θα σταθώ λοιπόν σε κάποια σημεία, που συνδέονται με την τελευταία “παρουσίαση” της μελέτης και τις παρεμβάσεις στις τοπικές αρχές:
Πριν από λίγο καιρό, εμφανίστηκε επίσης στα τοπικά ΜΜΕ μια άλλη μελέτη, η οποία κυκλοφορούσε, κάπως λαθραία, σε ιστότοπο του επενδυτή και αποσύρθηκε εσπευσμένα μετά τις έντονες και τεκμηριωμένες αντιδράσεις, κυρίως της “Πρωτοβουλίας ενάντια στην ξενοδοχοποίηση…” και όχι μόνο. Ο κύριος λόγος της κριτικής αφορούσε στην κατασκευή μιας πισίνας σε ένα μνημειακό χώρο με ιδιαίτερα σημαντικές υποκείμενες αρχαιότητες. Ανεξάρτητα αν αποσύρθηκε, ή όχι η φιλοσοφία της μελέτης, αλλά και η νοοτροπία των επενδυτών δείχνουν κάτι αυτονόητο: πως η αξιοποίηση ενός οποιουδήποτε κτηρίου -είναι-δεν είναι μνημείο-σε αυτή την κατεύθυνση υποχρεώνει σε κάποιες «αναγκαίες» παρεμβάσεις με κριτήριο το κέρδος, αν θέλουν να είναι ελκυστική και συμφέρουσα. Μετά τη γενική κατακραυγή, δημοσιοποιούν μια νέα μελέτη με πιο «κοινωνικό» πρόσωπο στα ωραία φωτορεαλιστικά, που θα ταίριαζε άριστα στον Πλατανιά, ή σε οποιαδήποτε άλλη καθαρά τουριστική περιοχή, όχι όμως και σε ένα ιδιαίτερα φορτισμένο ιστορικά και αρχαιολογικά χώρο.
Ένα θετικό είναι το γεγονός ότι αποδέχονται εν μέρει τις προτάσεις του Δήμου και άλλων φορέων για πολιτιστική χρήση των μνημείων. «Στριμώχνουν» λοιπόν στις επιχειρηματικές χρήσεις, «Βιβλιοθήκη, μουσειακό χώρο, αμφιθέατρο, συνεδριακό κέντρο και άλλα» (ακόμη και κοινόχρηστες τουαλέτες), τονίζοντας ότι περίπου τα πάντα θα είναι ελεύθερα για τους πολίτες. Το ερώτημα είναι τι εννοούν “Βιβλιοθήκη”, ποια κατεύθυνση θα έχει, πόσο χώρο διαθέτουν για το σκοπό αυτό (κάποια ράφια στη ρεσεψιόν;), ώστε να έχει αυτό το βαρύγδουπο τίτλο. Το ίδιο και ο Μουσειακός χώρος, τι να σημαίνει άραγε; Τι θα προβάλει; Έχουν συναίσθηση τι θα πει “Μουσειακός χώρος” και πόσο χώρο χρειάζεται; Αφού λοιπόν αναγνωρίζουν την ανάγκη για αυτές τις χρήσεις -όπως λέμε όλοι- γιατί δεν αφήνουν αυτή την υπόθεση στους αρμόδιους να το κάνουν; Για τις διάφορες αλλαγές, που θα γίνουν στο υπόλοιπο συγκρότημα (και θα πρέπει να εξασφαλίσουν της έγκριση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και του Κεντρικού Συμβουλίου Νεότερων Μνημείων σε κοινή συνεδρίαση), δεν έχουμε ιδέα κατά πόσο είναι συμβατές με τα τρία μνημεία.
Η σχετικά μικρή, δημόσιας ιδιοκτησίας, πλατεία ανάμεσα στα τρία μνημεία, είναι ο ΜΟΝΟΣ ελεύθερος χώρος στη συνοικία Καστέλι και κατ’ αρχήν θα έπρεπε να ανήκει στους κατοίκους της. Η θέση της στην καρδιά του Αρχαιολογικού χώρου δεν επιτρέπει κατασκευές, όπως αυτές που προτείνονται στη μελέτη, ούτε αλλαγή του χαρακτήρα της με διάφορες χρήσεις. Η αξία της εξαιτίας της θέσης της πάνω από το Βενετσιάνικο Λιμάνι και με απεριόριστη θέα προς τα δυτικά, την κάνει σημείο αναφοράς για τους κατοίκους, αλλά και τους πολλούς επισκέπτες της πόλης. Απαράδεκτη είναι επίσης η πλήρης «εξαφάνιση» και του Βυζαντινού τείχους και των ερειπίων του Οθωμανικού Κονακιού, που σώζονται βόρεια. Παράλληλα μπορεί να φιλοξενεί περιοδικά εκδηλώσεις, χωρίς να είναι απαραίτητη η κατασκευή μόνιμου υπαίθριου θεάτρου, όπως προτείνεται. Αυτό που χρειάζεται η «πνιγμένη» από ανεξέλεγκτες τουριστικές δραστηριότητες παλιά πόλη είναι ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΧΩΡΟΙ, όταν μάλιστα ξεχωρίζουν για τη μοναδικότητά τους. Όσον αφορά στις «υποσχέσεις» από τους επενδυτές και τη διοίκηση του Πολυτεχνείου πως θα διατηρηθεί ο δημόσιος χαρακτήρας της, ποιος μπορεί να το πιστέψει αυτό, όταν όλοι οι χώροι είναι απαραίτητοι για την ξενοδοχειακή λειτουργία και πόσοι θα μπορούσαν να χαίρονται την πλατεία αυτή, «μπαίνοντας στα πόδια» των απαιτητικών πελατών ενός Boutique Hotel; Να θυμίσω δεκάδες περιπτώσεις, όπου προκειμένου να εκδοθεί μια άδεια από το ΥΠΠΟ, αναλαμβάνονται και δεν τηρούνται στη συνέχεια; Θα αναφερθώ μόνο στην περίπτωση της “Φορτέτζας” με ένα πλήθος από περιορισμούς και την κατάχρηση του χώρου από τον ιδιώτη, ο οποίος φυσιολογικά αναζητούσε το κέρδος. Μήπως ξεχνούμε πόσα χρόνια χρειάστηκε για να τον απομακρύνουμε παρά τη γενική κατακραυγή που είχε ξεσηκωθεί;
Ένας ακόμη κίνδυνος για την πιο ήσυχη γειτονιά της πόλης είναι η επιχειρούμενη επέκταση της ξενοδοχειακής χρήσης παντού στο Καστέλι, με «κέντρο» την προς το παρόν περιορισμένη στα τρία μνημεία «επένδυση». Αυτό ίσως εξηγεί τη «γαλαντομία» των επενδυτών στη στέγαση των διάφορων μη ξενοδοχειακών χρήσεων στη μελέτη. Ήδη έχουν γίνει καταγγελίες από κατοίκους για επιχειρούμενη απόκτηση και άλλων ιδιοκτησιών -κάποια μάλιστα ιδιαίτερης μνημειακής αξίας- για την πιθανή σταδιακή επέκταση της επιχείρησης. Είναι θεμιτή η ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας, είναι όμως απαράδεκτο να γίνεται με αυτό τον τρόπο σε βάρος των δημόσιας ιδιοκτησίας μνημείων και μάλιστα από ένα Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα, μέσα σε μια διατηρητέα παλιά πόλη, υπερφορτωμένη ήδη από ανάλογες δραστηριότητες. Αυτό που χρειάζεται είναι η αξιοποίηση των μνημείων αυτών για πολιτιστικούς σκοπούς, όπως γίνεται με μια σειρά από μνημεία και χώρους, που βρίσκονται σε άμεση επαφή (Μεγάλο Αρσενάλι, παλιό Τελωνείο, Νεώρια), που έχουν ήδη αξιοποιηθεί, ή είναι υπό αξιοποίηση. Και είναι απαράδεκτη η παρέμβαση του πρύτανη για λογαριασμό του επενδυτή με έγγραφο στη διαδικασία του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου, με το οποίο ζητά την αλλαγή των χρήσεων στην περιοχή σε «γενική κατοικία», δηλαδή να δοθεί η δυνατότητα μετατροπής της «Ακρόπολης των Χανιών» σε μια απέραντη ξενοδοχειακή μονάδα. Βλέποντας όλα αυτά σε σχέση με το κοντινό παρελθόν, δεν μπορεί να μην πει «άλλη εποχή, άλλοι άνθρωποι και άλλα ήθη». Ο ρόλος του Δήμου και των άλλων φορέων δεν μπορεί να είναι άλλος από την επίμονη διεκδίκηση των μνημείων για την πόλη.
Και εδώ ο Χανιώτης πρωθυπουργός, ο οποίος φαίνεται πως δεν είναι ένθερμος θιασώτης της διαδικασίας, καλό είναι να επέμβει. Θα είναι η μεγαλύτερη προσφορά του στην πόλη του.
*O Μιχάλης Ανδριανάκης είναι επίτιμος έφορος Αρχαιοτήτων.
Στο 35ο επεισόδιο ανοίγουμε συζήτηση για τις τελευταίες εξελίξεις στο Δημοτικό Γηροκομείο Χανίων και κάνουμε προβλέψεις για το πότε θα κλείσει επιτέλους αυτός ο κύκλος της πανδημίας
ΔΕΝ βλέπω όμως επί της ουσίας να γίνεται κάτι. Από τη στιγμή που το Π/Κ είναι ανένδωτο σε αυτήν την επέσχυντη απόφασή του, που όπως ισχυρίζεται θα ”κάνει επενδυτικό καλό στον τόπο”, που εγώ θα έλεγα ότι μάλλον στην ”τσέπη” του θα κάνει καλό, ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ τα μνημεία σε ΠΛΗΡΗ καταστροφή για εμπορευματοποιήση προς ιδίων όφελος, όποιες αποφάσεις και να παρθούν από το Δήμο ή την Κυβέρνηση, έχω την εντύπωση ότι αν ΔΕΝ ψηφιστεί και εφαρμοστεί απαγορευτικός νόμος, αυτές οι αποφάσεις θα βρίσκουν ”τοίχο” στην πιο πάνω απόφαση της Συγκλήτου του Π/Κ. Το ΚΑΣ έχει αρμοδιότητα; Και αν έχει, τότε ποια είναι η γνώμη του; Μια πέτρα λαξεμένη βρίσκει κάποιος στο οικόπεδο του και του το δεσμεύουν εσαεί. Πόσο μάλλον αν υπάρχουν αποδεδειγμένα τόσες αρχαιότητες στην ευρύτερη περιοχή (ολόκληρη πόλη), που χρονολογούνται από τη Μινωική εποχή! Ειδικός ΔΕΝ είμαι αλλά φαντάζομαι ότι θα υπάρχουν υπηρεσίες που αρμοδίως θα έχουν το ”πάνω χέρι”.
Με εκτίμηση!