Πριν καμιά τριανταριά χρόνια, ο σκηνοθέτης, Σταύρος Ιωάννου, είχε, μεταξύ άλλων, γράψει, «Η χρονική περίοδος που διανύουμε ως χώρα, χαρακτηρίζεται από τη φτήνια και χυδαιότητα, τη γκρίνια, την καθημερινή μιζέρια που φθείρει το πολιτιστικό μας παρελθόν, ελλοχεύει σε βάρος του πολιτιστικού μας παρόντος και νεκρώνει την ελπίδα για το μέλλον του» (“Ριζοσπάστης”, 4 Μαρτίου 1995, σελ. 21).
Τι έχει αλλάξει έκτοτε στην Ελλάδα έκτοτε; Προσωπικά νομίζω ελάχιστα. Πολλοί εξ ημών συνεχίζουν, αντί να παράγουν οι ίδιοι πολιτιστικά αγαθά (λογοτεχνήματα και καλλιτεχνήματα, αλλά και τέχνεργα, που συμβάλλουν πολυποίκιλα στην τοπική ανάπτυξη), να γκρινιάζουν για την αδράνεια των άλλων και την αδιαφορία τους για τη συρρίκνωση του λαϊκού πολιτισμού και την ανυπαρξία πρωτοτύπων πολιτιστικών “προϊόντων” στη χώρα μας, ενώ αρκετοί, ιδίως από τους διανοούμενους αυτού του τόπου και τους αυτοαποκαλούμενους “πνευματικούς ανθρώπους”, σιγούν μπροστά στην παρακμή, την έκπτωση ηθών και αξιών, που εισβάλλει καθημερινά όλο και πιο πολύ σε όλους σχεδόν τους τομείς της ζωής του Νεοέλληνα.
Καθημερινά, επίσης, βλέπουμε και ότι κάποια από τα εναπομείναντα “αγαθά” του πολιτισμού στην Ελλάδα τα απολαμβάνει μια μικρότατη μερίδα “προνομιούχων” (λόγω χρήματος ή κοινωνικής θέσης) συμπατριωτών μας, που αδιαφορούν παντελώς για τους άλλους που παραμένουν στα σκοτάδια της απαιδευσιάς, κάτι που επωφελούνται όσοι θέλουν να λανσάρουν προς ίδιον συμφέρον διάφορα προϊόντα υποκουλτούρας! Συνάμα, παρατηρούμε πώς η ελληνική γλώσσα, ένα από τα κυριότερα εργαλεία και μέσα έκφρασης του λαϊκού πολιτισμού, γίνεται θύμα κακοποίησης, ιδιαίτερα στα “ηθικοπλαστικά” κηρύγματα των κάθε λογής “ειδημόνων” που έρχονται στο σπίτι μας απρόσκλητοι διά των ΜΜΕ, που αντί να ευαισθητοποιούν το λαό σε σημαντικά θέματα του καθημερινού προβληματισμού, τον αποπροσανατολίζουν σκόπιμα και συστηματικά. Και κανείς δεν δείχνει να ασχολείται με το πρόβλημα αυτό, καίτοι είναι πολύ σοβαρό!
Ας ιδούμε, όμως, και τι διαχρονικά ορίζεται ως φτηνό και τι ως χυδαίο. Φτηνό ή ευτελές, από τη μια, είναι, κατά τη γνώμη μας, καθετί άνευ αξίας ή/και σημασίας που κάποιοι, προς ίδιον συμφέρον, κάποιοι το λανσάρουν ως σημαντικό και ανεκτίμητης αξίας. Χυδαίο(ς), από την άλλη, είναι, όπως όλοι θα συμφωνήσουμε, καθετί ή καθένας που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη ηθικής και ευπρέπειας.
Βέβαια, δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι το ίδιο αξιακό σύστημα και τους ίδιους κανόνες ηθικής να τους οδηγούν στην καθημερινή ζωή, αλλά παραταύτα, εάν όλοι μας πρέπει να επαγρυπνούμε, ο καθένας από το μετερίζι του, για τη διάσωση, την προστασία και συντήρηση και την ανάδειξη των αρχών της παιδείας και του παραδοσιακού μας πολιτισμού μακριά από κάθε είδους φτήνια και χυδαιότητα, οι οποίες δυστυχώς μάς έχουν κατακλύσει, έχουν, όμως, οι άνθρωποι των Γραμμάτων ευθύνη, χρέος να μη σιωπούν, αλλά να ξεσηκωθούν. Να παλέψουν. Να βρουν τον αγωνιστικό “βηματισμό” τους, ενάντια στην ολική επίθεση του κεφαλαίου που προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από την παγκοσμιοποίηση. Να περπατήσουν μαζί με τους λαούς. Να τους βοηθήσουν να κατανοήσουν την πραγματικότητα μέσα στην οποία ζουν. Να συμβάλλουν ώστε οι πολίτες να μη γίνονται παθητικοί δέκτες όλων εκείνων που γίνονται καθημερινά στη δημόσια ζωή μας. Για να δύναται, κατόπιν, έτσι ο κάθε πολίτης να αποφασίσει και να χαράξει τη στάση του απέναντι στη ζωή και στους συνανθρώπους, να δημιουργεί, να χρησιμοποιεί και να απολαμβάνει ελεύθερος πολιτιστικά αγαθά, να παλεύει ώριμος και συνειδητοποιημένος για το δίκιο και τα δικαιώματά του.
Και ποιες, άραγε, είναι οι ευθύνες π’ αναλογούν και στους κρατούντες; “Οι δε χρήσεις των προϊόντων του Πολιτισμού ως δικαίωμα πρέπει να αποτελούν το κύριο μέλημα ενός κοινωνικού φιλολαϊκού κράτους, ώστε ο κάθε εργαζόμενος να μην αποτελεί απλώς τον παθητικό παρατηρητή μιας εμπορευματοποιημένης μαζικής κουλτούρας ή μιας συντηρητικής και γραφειοκρατικής εκπαίδευσης, αλλά να αποτελεί δυναμικό υποκείμενο μιας πολιτικής που θα του δίνει τις δυνατότητες να επινοεί και να κατασκευάζει, άρα να δημιουργεί, αλλά και ταυτόχρονα να είναι χρήστης των προϊόντων μιας τέτοιας δημιουργίας”, είχε δηλώσει ως βουλευτής πριν από χρόνια (Νοέμβρης 2005) ο αρχαιολόγος, Γεώργιος Χουρμουζιάδης, και συμφωνώ μαζύ του, εσείς;
Σημ.: Από την ανέκδοτη συλλογή δοκιμίων “Ηθοποιών Γεύμα”