Ήταν καθαρά θέμα διαίσθησης, ένιωθα πως το βιβλίο αυτό θα είναι καλό, δεν είχα ωστόσο κάποιο άλλο στοιχείο στα χέρια μου εκτός από τον τίτλο και το εξώφυλλο. Τόσο ισχυρή ήταν η διαίσθηση αυτή που δεν διάβασα καν το οπισθόφυλλο, επισπεύδοντας ταυτόχρονα την ανάγνωση. Ήταν Κυριακή, νωρίς το πρωί, όταν άρχισα να διαβάζω το βιβλίο αυτό, ήταν Κυριακή, νωρίς το μεσημέρι, όταν το τελείωσα.
Μια και έξω, χωρίς ανάσα. Και ήταν ακριβώς αυτό, ένα καλό βιβλίο, μια αιχμηρά συναισθηματική στακάτη αφήγηση, που δεν μπορούσα να διαχειριστώ πλήρως με τη λογική απέναντι στο θυμικό, γεγονός που με ζόρισε ως προς την εικόνα του εαυτού, επιφέροντας διάφορες ρωγμές στη γαματοσύνη, την ώρα που το «σκάσε και άκου» ακουγόταν όλο και πιο συχνά από το βάθος καθώς οι σελίδες περνούσαν. Το Love me tender της Κονστάνς Ντεμπρέ ανήκει ειδολογικά στη νεοσύστατη, μόνο ως προς την ονομασία, κατηγορία της αυτομυθοπλασίας και δη στο κουήρ και φεμινιστικό παρακλάδι της, εστιασμένο πιο συγκεκριμένα στο ζήτημα της μητρότητας και των κοινωνικών συμβάσεων.
Η ταινία εκείνη που περισσότερο με είχε αναστατώσει κατά την προεφηβική ηλικία ήταν το Κράμερ εναντίον Κράμερ, μια ταινία που ίσως δεν θα έπρεπε να έχω δει σε εκείνη την ηλικία, όταν ακόμα το συναίσθημα ήταν απαλλαγμένο από τη λογική και την τριβή της ζωής. Η σκηνή που το πρώην ζευγάρι στέκεται απέναντι σε απόσταση και στη μέση βρίσκεται το παιδί που δεν ξέρει σε ποιανού το κάλεσμα να υπακούσει μού έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη, ίσως την ταινία να την είδα μόνο μια φορά, αλλά ήταν αρκετή. Το παιδί ως λάφυρο. Θυμήθηκα ξανά την ταινία αυτή με αφορμή τον πρόσφατο νόμο σχετικά με τη συνεπιμέλεια· η πίστη στον εαυτό, σε συνδυασμό με το προνόμιο του φύλου, δεν μου επέτρεπαν να δω τις παγίδες, παρότι πλείστες πηγές με διαβεβαίωναν σχετικά. Και τώρα ήρθε και το βιβλίο αυτό να αναταράξει τα ύδατα αυτά.
Η αφηγήτρια, που ο αναγνώστης έχει κάθε λόγο να ταυτίσει με τη συγγραφέα, ανακοινώνει στον πρώην σύντροφό της πως πια της αρέσουν οι γυναίκες. Λίγο αργότερα θα του ζητήσει επίσημα διαζύγιο. Η έως τότε καλή σχέση τους διαρρηγνύεται, εκείνος στρέφει το παιδί εναντίον της, ενώ κάνει ό,τι είναι δυνατόν ώστε να μην έρχονται σε επαφή μητέρα και γιος. Το δικαστήριο θα ταχθεί με την πλευρά εκείνου, θα παραγγείλει γνωματεύσεις από ειδικούς, στο ενδιάμεσο μακρό διάστημα εκείνη θα μπορεί να βλέπει το παιδί μόνο παρουσία ψυχολόγου σε ένα ειδικά διαμορφωμένο για τον σκοπό αυτό χώρο.
Εκείνη, μετακομίζοντας σε άλλο σπίτι, έχει ήδη αρχίσει να χαράζει μια διαφορετική πορεία ζωής. Εγκαταλείπει τη δικηγορία και τον τρόπο ζωής που τη συνοδεύει, ζει με ελάχιστα χρήματα, φλερτάρει και ερωτεύεται, επισκέπτεται, σχεδόν ψυχαναγκαστικά, καθημερινά την πισίνα, αποφασίζει να αφοσιωθεί στο γράψιμο, αναζητεί χρόνο ώστε να βλέπει τον άρρωστο πατέρα της που ζει έξω από το Παρίσι, έρχεται αντιμέτωπη με τα επιθετικά σχόλια του περίγυρού της, μετράει φίλους και τους βγάζει λιγότερους.
Η αφήγηση της Κονστάνς διακρίνεται για το νεύρο της. Χωρίς να είναι απαλλαγμένη από αμφιβολίες για τον τρόπο με τον οποίο διέρχεται την καθημερινότητά της, δεν ζητάει την αποδοχή και δεν επιχειρεί τον προσηλυτισμό των άλλων στις δικές της ιδέες και αποφάσεις. Υπό αυτό το πρίσμα λειτουργεί και ο ξεκάθαρος συναισθηματικός εξαναγκασμός, που εδώ ωστόσο δεν περιλαμβάνει τη λύπηση, αλλά αντίθετα επανέρχεται διαρκώς για να πυροδοτήσει την αντίδραση.
Αυτός ο τσαμπουκάς, αυτό το ζω με τον τρόπο που μου αρέσει, αποτυπώνεται άψογα αφηγηματικά· ο στακάτος ρυθμός, η επιλογή των λέξεων και η κατά μέτωπο πορεία της πρωτοπρόσωπης αφήγησης μέχρι την τελευταία σελίδα αρπάζουν τον αναγνώστη από τον λαιμό, καθώς του υπενθυμίζεται διαρκώς πώς είναι ο κόσμος γύρω του, τα απολιθωμένα αντανακλαστικά της κανονικότητας, τη μαθηματική αντιμετώπιση του συναισθήματος, την άποψη που με ευκολία εκφράζουμε για τη ζωή των άλλων, για το πώς πρέπει να ζουν και πώς να νιώθουν, αφήνοντας ελάχιστο χώρο στο διαφορετικό, παρότι πολλοί από εμάς διαλαλούν τη δήθεν προοδευτικότητά τους, μέχρι να έρθουν αντιμέτωποι με την πραγματικότητα, ακόμα και από την ασφάλεια της απόστασης της θέσης του αναγνώστη. Η Κονστάνς δεν γράφει το βιβλίο αυτό για να προκαλέσει, αν και δεν την απασχολεί αν αυτό συμβεί.
Ωστόσο και παρά τη δυναμική του περιεχομένου, το βιβλίο αυτό δεν θα έστεκε ως κατασκευή αν δεν διέθετε και την απαραίτητη λογοτεχνικότητα, αφού, αργά ή γρήγορα, η αρχική φλόγα θα έσβηνε και θα χανόταν, ένα πυροτέχνημα που για λίγο εντυπωσιάζει χαράσσοντας με φως τον σκοτεινό ουρανό πριν χαθεί και επιστρέψει στο έδαφος ως αποκαΐδι. Αυτό είναι άλλωστε κάτι που αφορά όλη την κατηγορία της αυτομυθοπλασίας. Το περιεχόμενο, όσο πρωτότυπο και συγκλονιστικό και αν είναι, δεν είναι από μόνο του αρκετό ώστε να το τοποθετήσει στο σώμα της λογοτεχνίας. Όπως εν γένει συμβαίνει σε κάθε λογοτεχνική εκδοχή, έτσι και στο υποείδος αυτό υπάρχουν διαβαθμίσεις, καλά και λιγότερο καλά ή ακόμα και κακά βιβλία την αποτελούν και τη διαμορφώνουν. Το βιβλίο της Κονστάνς ανήκει αδιαμφισβήτητα στη λογοτεχνία, τη στιγμή που διαθέτει σε μεγάλο βαθμό και τη συγχρονία, τοποθετημένο καθώς είναι σε ένα ρεαλιστικό ταμπλό. Η ιστορία δεν εξαντλείται στο κομμάτι της επιδίωξης της μητέρας να έχει επαφή με τον γιο της, αλλά διαπραγματεύεται και άλλα κομμάτια της ζωής, όπως η διαμόρφωση της σεξουαλικής ταυτότητας, η δυνατότητα να ζήσει κανείς εκτός του προκαθορισμένου πλαισίου, οι εσωτερικές συγκρούσεις του αφηγηματικού υποκειμένου αλλά και η ίδια η συγγραφή ως πράξη.
Ιδιαίτερης δυναμικής βιβλίο που δεν σου επιτρέπει να εφησυχάσεις απαιτώντας διαρκώς να πάρεις θέση, να απαντήσεις σε πλήθος ερωτημάτων, να διαχειριστείς μια κατάσταση εν πολλοίς ανοίκεια. Το Love me tender είναι ένα βιβλίο το οποίο δεν αφορά μόνο ένα συγκεκριμένο κοινό, την ώρα που συγγενεύει με το σώμα της γυναικείας και κουήρ λογοτεχνίας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί ως τις μέρες μας, υπενθυμίζοντας πως οι βεβαιότητες δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμες όταν κανείς περνάει το όριο ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη.
Παρότι αρκετές φορές μου έφερε στον νου τον Λουί, το τρομερό παιδί της αυτομυθοπλασίας, παρόλο που ο ίδιος με επιμονή αρνείται την ονομασία αυτή χρησιμοποιώντας τον όρο αυτοβιογραφική, ακριβώς για να θέσει σε πιο στέρεες βάσεις τη σημασία του περιεχομένου ως αλήθεια και να το απομακρύνει το μέγιστο δυνατό από τη μυθοπλασία, αλλά και την Ερνό, κάτοχο, ας μην το ξεχνάμε, του Νόμπελ Λογοτεχνίας, το βιβλίο εν τέλει ένιωσα πως συνομιλούσε μέσα μου με δύο άλλα, προερχόμενα και τα δύο από τη Λατινική Αμερική, το Σκοτώσου αγάπη της Αριάνα Χάρουιτς και τα Άδεια σπίτια της Μπρέντα Ναβάρο.Ένα δυνατό βιβλίο, ξεβολευτικό.