Ποίηση, ποιότητα, ποιώ
Σήμερα η Κρητική γη υποδέχεται ένα ακόμη μεγάλο τέκνο της, τον Μίκη Θεοδωράκη. Ο Μίκης γεννήθηκε ως τέκνο της ενότητας του ευρωπαϊκού με τον μικρασιατικό Ελληνισμό, του Γαλατά με τον Τσεσμέ.
Σήμερα πονάμε τριπλά. Πρώτα, γιατί η Ελλάδα έχασε τον τελευταίο πνευματικό ΤΙΤΑΝΑ του Νεότερου Ελληνισμού. Δεύτερον, διότι οι δημοκράτες και οι καταπιεσμένοι λαοί όλου του κόσμου έχασαν έναν μεγάλο Αγωνιστή της Ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και τρίτον, διότι ο Μίκης, ακόμη και σε αυτή την ηλικία και με αυτή την κατάσταση της υγείας του, ενσάρκωνε την ελπίδα για το μέλλον.
Ο Μίκης δεν ήταν μόνο ένας προικισμένος μουσικός, ήταν ένα διαχρονικό πνεύμα. Όσο γερνούσε, τόσο η συνείδησή του γινόταν πιο πηγαία. Όσοι ζήσαμε κοντά στον ΜΙΚΗ μέσα στις ΣΠΙΘΕΣ μείναμε με την πικρία της αποτυχίας. Πολλοί που προσέτρεξαν, το έκαναν, για να πατήσουν στους ώμους αυτού του Γίγαντα και να περάσουν στα έδρανα της Βουλής.
Όμως προλάβαμε και ποτιστήκαμε από το πνεύμα της διαχρονικής αντιστασιακής παραδόσεως του Ελληνισμού. Από τα βασανιστήρια και τις κακουχίες είχε μείνει μόνο με το ¼ της λειτουργίας των πνευμόνων. Έπαιρνε την άδεια από τον γιατρό του, για να διακόψει την εισπνοή οξυγόνου και μπορούσε να μας μιλάει για δύο και τρείς ώρες με αφηγήσεις από τις εμπειρίες του, διανθισμένες με σκέψεις για το πώς έβλεπε την ζωή, τον κόσμο και την Ελλάδα. Ήταν ένα ελεύθερο, πανανθρώπινο πνεύμα, που η βαρυτική έλξη του τεράστιου όγκου του Διαχρονικού ελληνικού πολιτισμού τον έφερε να γεννηθεί σε αυτή την γη και την έκανε πατρίδα του. Ο Μίκης δεν ήταν διεθνιστής, ήταν οικουμενικός άνθρωπος, λάτρευε την πατρίδα του και την πατρίδα του κάθε λαού. Η ελευθερία και ο πολιτισμός είναι οι δύο πανίσχυροι δεσμοί, που ενώνουν όλους τους λαούς της γης. Όλα τα άλλα έρχονται μετά.
Ο ουράνιος χορός των Μεγάλων Κρητικών: Θεοτοκόπουλος, Κορνάρος, Χορτάτζης, Βενιζέλος, Καζαντζάκης, Πρεβελάκης, Ειρηναίος Γαλανάκης, με τους στίχους του Ερωτόκριτου και τους ήχους της Κρητικής λύρας θα υποδεχθεί τον ΟΥΡΑΝΟΜΙΚΗ, όπως τον «εβάπτισε» ο Ειρηναίος Γαλανάκης.
Ο Ειρηναίος μας έλεγε, ότι τρία είναι τα γνωρίσματα του Κρητικού: η αγάπη για την ελευθερία, η ανδρεία και η μεγαλοσύνη. Ως πνευματικό παιδί του Ειρηναίου και του Μίκη και ως κοινωνιολόγος προσθέτω και ένα τέταρτο στοιχείο, την ποιητικότητα. Μπορούμε να πούμε, ότι ο Μίκης ήταν ένας ποητής με την αρχαία ελληνική έννοια του όρου. Η μουσική είναι η ποίηση των ήχων και η ποίηση είναι η μουσική των λέξεων. Η ποιητικότητα του Μίκη ήταν αυτή που τον ενέπνευσε να ενώσει το τραγούδι με την ποίηση. Κανένας άλλος ευρωπαϊκός λαός τουλάχιστον, δεν το έχει κάνει αυτό. Ο Καζαντζάκης ήθελε να αναγνωρίζεται ως ποιητής και να εντάσσεται στην παράδοση του Ομήρου. Έχουμε δύο Βραβεία Νόμπελ ποιήσεως και αν είμασταν οργανωμένος λαός με σοβαρές κυβερνήσεις, θα είχαμε άλλα τέσσερα: Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός, Καζαντζάκης. Ποιός λαός έχει τέτοια ποιητική παράδοση και μάλιστα μέσα σε 100 χρόνια;
Ποίηση, ποιότητα, ποιώ, ως λέξεις και ως έννοιες έχουν την ίδια ρίζα. Το ποιείν, ως η δημιουργική έφεση του ανθρώπου, αναδεικνύει την ανθρώπινη ποιότητα. Η ποίηση με όλες τις μορφές της είναι μία από τις πιο δυνατές εκφράσεις αυτής της ποιότητας.
Περνάμε μία περίοδο απογοητευτικής ταγοπενίας. Δεν έχουμε ηγετικές προσωπικότητες, οι οποίες να αποτελούν κοινωνικά πρότυπα για τον λαό μας. Είναι και αυτό ένα δείγμα παρακμής;
Πολλές ήταν οι επώνυμες δηλώσεις, ότι με τον θάνατο του Μίκη «ορφάνεψε η Ελλάδα». Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ ερμήνευσε πολύ σωστά, ότι αυτό το αίσθημα της ορφάνιας οφείλεται στο γεγονός, ότι όλοι μας, συνειδητά ή μη συνειδητά, ταυτίζουμε τον Ελληνισμό με τον πολιτισμό.
Θα ανθίσουν πάλι στο μέλλον τέτοιοι ανθοί, όπως ο Μίκης; Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ, τραγουδούσε ο Μίκης με τον Ελύτη. Δεν φθάνουν οι ευχές, χρειάζεται η ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΕΝΕΡΓΟΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ. Όταν ένας λαός πιστεύει στον εαυτό του, πιστεύει ότι έχει το δικαίωμα να προσδοκεί τα δώρα του ουρανού, όταν δεν συμβιβάζεται με την πραγματικότητα, που τον αδικεί, τον ευτελίζει, τότε η ποιότητα κατεβαίνει στην γη του, όπως η γονιμοποιούσα βροχή. Τότε ο Μίκης δεν θα είναι πλέον ο τελευταίος των Μεγάλων αλλά ο σημαιοφόρος του ελληνικού μέλλοντος.