ΑΠΟ τα πιο δυνατά ποιήματα που διάβασα, με θέμα τη μάταιη πάλη του ανθρώπου με το Θάνατο, εκτός από τα δημοτικά μας τραγούδια, είναι και μερικά νεότερα “δημοτικοφανή”. Μεταξύ αυτών είναι ένα του Κώστα Φραγκούλη (“Ο θάνατος του λυράρη”) (1) κι ένα ποντιακό, γραμμένο πριν 75 χρόνια, από τον Ηλία Τσιρκινίδη (2). Τίτλος του, “Ο Δήμον ο Κεμεντζετσής” (=Ο Δήμος ο λυράρης).
ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ για ένα αφηγηματικό τραγούδι που μιλάει για την “κάθοδο” στον Κάτω Κόσμο ενός διάσημου Πόντιου λυράρη, του Δήμου, του γιου του Κωσταντά, από την Κρώμνη της Τραπεζούντας. Στον Άδη τον υποδέχονται παλιοί γνωστοί του, αποθαμένοι· που όμως απογοητεύονται όταν, προτρέποντάς τον να παίξει τη λύρα του διαπιστώνουν πως κι αυτός είναι νεκρός! Οι στίχοι του στην ποντιακή διάλεκτο συγκλονίζουν:
Ποίος εμαυρολόεσεν; Ποίος εμαυροείπεν;
«Κρωμέτες κατηβαίν’ ’ς σον Άδ’, τη Κωσταντά ο Δήμον!»
Κι εβόεσαν τα σύμπαντα κι η γη συνεταράεν,
κι ας σα συνεταράγματα ενοίεν τ’ Άδ’ η πόρτα
κι έρθεν το μαύρον το χαπάρ’ ’ς σον σκοτεινόν τον Άδην.
“’Σ σον Άδ’ έσαν ταένυφοι και νέϊκα παλληκάρα,
’ς σον Άδ’ έσαν σουμαδεμέν’ κι έμορφα νυφαδόπα,
’ς σον Άδ’ καρδόπα θλιβερά και παραπονεμένα,
έκ’σαν ατο κι ελάγκεψαν κι εσκώθαν ’ς σο ποδάριν,
και ν’ έρθανε και ν’ έκοψαν τη Δήμονος τη στράταν.
“Έπαρ’, Δήμο, την κεμεντζέν και σύρον το τοξάριν!
Πέει μας π’ έκατσες κι έφαες, που έπες κρεν νερόπον;
Σίνος χαράν τραγώδεσες; Τίναν επαρεξέγκες;
Κι αν έν’, Δήμο μ’, Καλομηνάς κι αν είν’ καλά ημέρας,
κι αν είναι τα παρχάρα ’μουν μάραντα φορτωμένα,
κι αν είναι τα ψηλά ραχά καταπρασινισμένα!”
“Αν έρται ο Μάρτ’ς ο μάραντον κι Απρίλτς μανουσακέας,
αν έρται κι ο Καλομηνάς και τα καλά ημέρας,
εμείς ’κι παρχαρεύουμε και ’ς σον παρχάρ’ ’κι πάμε!
Κι αν έν’ Δεκαπενταύγουστον κι αν έν’ τη
Παναΐας
’ς σον Αεσέρ’ ’κι αχπάσκουμες, ’ς σην Σουμελάν ’κι πάμε!
’Κ’ έχουμε τα παρχάρα ’μουν και τ’ άγια μοναστήρα,
’κι έχουμε τα ψηλά ραχά και τα νερά τα κρύα!
Εφέκαμε τα μέρα ’μουν κι επήγαμ’ ’ς άλλα κόσμα
μακρά και πέραν θάλασσας ’ς σο πλαν τη Ρωμανίαν!”
«Ντο λες, ντο λες, ναι Δήμο μου, ντο λες κι απολογάσαι;
Είδες τον Άδην σκοτεινόν, είδες τον Άδην μαύρον,
είδες τον τόπον ντο πατείς, χωρίς άθα και φύλλα,
είδες τον τόπον ντο δαβαίντς χωρίς κρύα νερόπα
κι εσάσεψες την απαντή σ’ και την απολοΐα σ’!»
«Παρακαλώ, παρακαλώ θεού παρακαλίαν!
Μ’ απλώνετεν την κεμεντζέν, τρομάζ’νε τα χερόπα μ’!
Μ’ απλώνετεν και το τοξάρ’ καίεται το καρδόπο μ’!
Μη λέτε με να τραγωδώ, γομούντανε τ’ ομμάτα μ’!
Εγώ λόγον ’κι εσάσεψα, μη λέτεν εκομπώθα.
Ντο είδαν τ’ ομματόπα μου ’μολόεσα και είπα!»
“Τον λόγον ’κ’ ετελείωσεν και την απολοΐαν
και ν’ έρθαν κι εγομώθανε ’ς ση Δήμο μ’ το κιφάλιν
και ν’ έρθαν κι εμυρίστανε τη Δήμονος τα χέρα
και ντο τερούν; ’Κ’ εμύριζαν ατά μανουσακέαν!
’Σ σον Άδ’ να βάϊ, ’ς σον Άδ’ ν’ αϊλί, ’ς σον Άδ’ μαύρα λαλίας
κι ο Δήμον στέκ’ ασάλευτος κι ο Δήμον μαραιμένος!
’Κι σκών’ απάν’ τ’ ομμάτα του τα καταδακρωμένα,
’κι αποδιπλών’ τα γόνατα ’τ’, τα καταδιπλωμένα,
’κι αποσταυρών’ τα χέρα του, τα κατασταυρωμένα.”
ΕΚΤΟΣ των δυνατών αρχαϊκών γλωσσικών στοιχείων του, το ποίημα προβάλλει έμμεσα την ανυπέρβλητη δύναμη της μουσικής που κι ο Χάρος τρέμει (όπως στον κρητικό λυράρη του Κώστα Φραγκούλη). Ενυπάρχει κι ο παντοτινός καημός των αποθαμένων για το τί γίνεται στον Απάνω Κόσμο, πώς είναι τ’αγαπημένα τους πρόσωπα, αν υπάρχουν ακόμη οι ωραίοι τόποι τους. Γραμμένο το 1946, πολλά χρόνια μετά την αναταλλαγή των πληθυσμών, εμπεριέχει μιαν ασίγαστη νοσταλγία για τις “αλησμόνητες πατρίδες”, ενώ διανθίζεται κι από έναν αβάσταχτο λυρισμό.
ΑΠΟΤΕΛΕΙ μια κλασική παραλογή: με ανώνυμα πρόσωπα (εκτός του λυράρη), με αφηγητή κι ερωτήματα, με αρχετυπικό τελετουργικό αναγνώρισης, με θεατρικότητα και δραματικότητα. Ο ποιητής εμπνέεται από τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής (1922) και τον αφανισμό του Ελληνισμού της Μ. Ασίας (1923). Είναι γνωστο πως μια παρολογή (=αφηγηματικό ποιητικό δραματικό παραμύθι) γεννιέται από πολύ έντονα γεγονότα. Παραλογές (όπως “Το τραγούδι του Νεκρού Αδελφού”) υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα και τη Βαλκανική. Η προσέγγιση δε του ποιήματος με το δημοτικό τραγούδι στηρίζεται στον άψογο δεκαπεντασύλλαβό του. Όσο για το θέμα (Κάτω Κόσμος) έχουμε ήδη άπειρες μυθικές καθόδους: Ορφέας (Ευρυδίκη), Ηρακλής (Κέρβερος), Θησέας, Περσεφόνη (Άνοιξη-Χειμώνας), Οδυσσέας (Νέκυια), Ηρ (Πλάτωνος “Πολιτεία”)κ.ά.
ΣΕ ΕΛΕΥΘΕΡΗ (δική μας) απόδοση το ποίημα λέει περίπου:
Ποιος το κακό μαντάτο έφερε; Ποιος εκακομίλησε;
“Κρωμνήτης κατεβαίνει στον Άδη, του Κωσταντά ο Δήμος,
και βόγκηξαν τα σύμπαντα κι η γη συνεταράχθη
κι από τα συνταράγματα άνοιξ’ η πόρτα τ’ Άδη
κι έφτασ’ η μαύρη είδηση στο σκοτεινό τον Άδη.
“Στον Άδη νύφες βρίσκονταν και νέα παλληκάρια
Στον Άδ’ ήσαν παιδιά λογοδοσμένα και νυφούλες
Στον Άδη καρδούλες θλιβερές και παραπονεμένες,
Το άκουσαν, πετάχτηκαν, σηκώθηκαν στα πόδια
κι ήρθανε και σταμάτησαν το Δήμο μας στη στράτα
-“Πιάσε, Δήμο, τη λύρα σου και σύρε το δοξάρι
Και πές μας πού έκαθησες, πού έφαγες πού’ πιες νεράκι κρύο;
Σε ποιου το γάμο έπαιξες; Και ποιον εξεπροβόδισες;
Κι αν είναι, Δήμο μ’ Μάϊος, αν είν’ καλές ημέρες
Κι αν τα λιβάδια μας είναι μ’ αμάραντους γεμάτα
κι αν είναι καταπράσινες οι αψηλές ραχούλες”
-“Αν ήρθ’ ο Μ ρτης ο αμάραντος, Απρίλης ο μανουσακέας
Αν ήρθε κι ο Καλομηνάς (=Μάης) με τις ωραίες μέρες
εμείς δεν καλοκαιρεύουμε, δεν πάμε στα λιβάδια
Κι αν είν΄Δεκαπενταύγουστος, κι αν είν’ της Παναγιάς
Στον Αεσέρ (;) δεν ξεκινάμ’, στης Σουμελάς δεν πάμε
“Δεν έχουμε βοσκότοπους ούτ’ άγια μοναστήρια
Δεν έχουμε ψηλά βουνά και τα νερά τα κρύα
Αφήσαμε τα μέρη μας, πήγαμε σ’ άλλες χώρες
μακριά στις πέρα θάλασσες στην πλάνα Ρωμανία”
Είμαστε πια αλλόξενοι, σ΄αλλόξενες τις χώρες
μείναμε αστερέωτοι σε χώρες και στεριές”
-“Τι λες; τί λες, βρε Δήμο μας, τι λες κι απολογιέσαι;
Είδες τον Άδη σκοτεινό, είδες τον μαύρο Άδη
είδες το μέρος που πατείς χωρίς ανθούς και φύλλα
είδες τον τόπο που πατείς, χωρίς κρύα νερά
και τά’ χασες στο συναπάντημα και στην απολογιά σου;”
-“Παρακαλώ, παρακαλώ, θεού παρέμβαση ζητώ
Μη πιάνετε τη λύρα μου, τρομάζουνε τα χέρια μ΄
μη πιάνετε και το δοξάρι, καίγετ΄η καρδιά μου
Μη λέτε μου να τραγουδώ, δακρύζουνε τα μάτια μ’
Εγώ λόγια δεν έχασα, μη λέτε πως γελάστηκα
Αυτό που είδαν τα μάτια μου μολόγησα και είπα”
“Το λόγο του δεν τέλειωσε και την απολογία
κι ήρθαν και περιτριγύρισαν του Δήμου το κεφάλι
κι ήρθαν και μυρίσανε του Δήμου μας τα χέρια
Και τι θωρούν; Δεν μύριζαν διόλου μανουσακέα
“Στον Άδ’ αλί και τρισαλί, στον Άδ’ κακό μαντάτο
κι ο Δήμος στέκει ασάλευτος, κι ο Δήμος μαραμένος
Και σηκώνει ψηλα τα μάτια του τα καταδακρυσμένα
και ξεδιπλώνει γόνατα τα καταδιπλωμένα
και ξεσταυρών’ τα χέρια του τα κατασταυρωμένα”.
ΚΑΝΟΝΤΑΣ μια αναγωγή στη “Νέκυια” του Ομήρου (Ραψωδία, Λ, στ.37-40,μτφ. Αργ. Εφταλιώτη), οι ψυχές που πλησιάζουν τον Οδυσσέα στον Κάτω Κόσμο δεν είναι μόνο μυθολογικά επώνυμα πρόσωπα, αλλά κι απλοί άνθρωποι όπως στο ποντιακό ποίημα:
“… Άρχισαν των πεθαμένων τότες/ και μαζευόνταν οι ψυχές απ΄το Έρεβος το μαύρο, /νύφες αντάμα κι άγουροι, τυραννισμένοι γέροι, /παρθένες κόρες τρυφερές, νεοθλιμμένες όλες, /κι άντρες πολλοί από χάλκινα κοντάρια λαβωμένοι, /νεκροί που είχανε τ΄άρματα με το αίμα τους βαμμένα…”
…ΟΙ ΠΟΝΤΙΟΙ λυράρηδες -όπως κι οι Κρήτες ομότεχνοί τους- βρίσκονται σε κάθε γάμο, διασκέδαση ή πανηγύρι. Ο λυράρης έχει την ευθύνη για τη δημιουργία γιορταστικής ατμόσφαιρας. Η επιτυχία κάθε γλεντιού, κάθε γάμου εξαρτάται από τη δεινότητά του. Η δε παρέα απαιτεί να παίζει ασταμάτητα, να τραγουδά αδιάκοπα! Γι αυτό, όταν πεθαίνει ένας καλός λυράρης, επικρατεί πολλή θλίψη και στον Απάνω και στον Κάτω Κόσμο. (13/3/20)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Στ.Γ. Καλαϊτζόγλου, “Οι λυράρηδές μου” (“Χ.ν., 25 Ιουν. 2006) [Και στο “Χανιώτες Λαϊκοι Μουσικοί” του Αθαν. Δεικτάκη, τ. Β΄, Καστελλι Κισάμου, 2009]
-(2) Ο Ηλίας Τσιρκινίδης (+1999) είναι ένας απ΄τους σημαντικότερους Πόντιους ποιητές. Στο έργο του αναδεικνύεται η ομορφιά της ποντικακής διαλέκτου και η ελληνικότητα της ψυχής του. Η παραλογή, “Ο Δήμον ο Κεμεντζετσής” μάς δίνει την αίσθηση πως διαβάζουμε ένα δημοτικό/παραδοσιακό ποίημα. [Ανάλογη αίσθηση δίνει κι ο Κ. Φραγκούλης]. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο λαογραφικό περιοδ. “Χρονικά του Πόντου”, τ. 21-22, Αθήνα, Ιούν. 1946, σ. 526. [Αναδημοσιέυτηκε δε στο βιβλίο του Α.Λ. Σταμπουλίδη “Πόντος-Οι Ρίζες μας, Μαρτυρίες Γενοκτονίας” σελ. 393, εκδ. Ινφογνώμων, Αθήνα 2018].