Στη Βουλή φέρνει ξανά ο βουλευτής Χανίων της Ν.Δ. Μανούσος Βολουδάκης το ζήτημα της καθυστέρησης από πλευράς FRAPORT στην επένδυση του νέου ραντάρ του αεροδρομίου Δασκαλογιάννης.
Υπενθυμίζεται ότι στο παρελθόν (2019) η FRAPORT είχε αιτιολογήσει την καθυστέρηση αναφέροντας ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν της είχαν γνωστοποιήσει τις τεχνικές προδιαγραφές που θα ήταν αποδεκτές από πλευράς ελληνικού δημοσίου.
Ο ισχυρισμός αυτός ήταν αληθής τότε, δεν ισχύει όμως πλέον: Η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας έχει δώσει στη FRAPORT τις προδιαγραφές αυτές ήδη από το Φεβρουάριο του 2020. Εντός δηλαδή του χρονοδιαγράμματος που είχε θέσει ο Υπουργός Μεταφορών Κώστας Καραμανλής απαντώντας στη Βουλή σε παλαιότερη ερώτηση του Μ.Βολουδάκη. Σύμφωνα με το Μ.Βολουδάκη, η ευθύνη της καθυστέρησης βαρύνει πλέον την εταιρεία.
Το γεγονός ότι ο τουρισμός μας υπέστη το πλήγμα της πανδημίας κι ως εκ τούτου δεν τίθεται για φέτος θέμα ανεπάρκειας του υφισταμένου ραντάρ, δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να σχεδιάσουμε τις υποδομές που θα επιτρέψουν αύξηση του τουρισμού στο μέλλον. Η ανάπτυξη του τουρισμού απαιτεί μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.
Τονίζει χαρακτηριστικά ο Μ.Βολουδάκης: «…οι βαρύτατες συνέπειες της πανδημίας στην τοπική οικονομία, επιβάλλουν να διασφαλίσουμε ότι δε θα χαθεί ούτε ένα λεπτό στην προετοιμασία της ανάκαμψης του τουρισμού, και ότι δε θα υπάρξει στο μέλλον ούτε μια πτήση που θα χαθεί λόγω αδυναμίας των συστημάτων του αεροδρομίου».
Για αυτούς τους λόγους ο Μ.Βολουδάκης ζητά από τους συναρμόδιους Υπουργούς να επιβάλλουν τους όρους της σύμβασης.
Το πλήρες κείμενο της ερώτησης:
ΕΡΩΤΗΣΗ
Προς τους Υπουργούς Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα και Μεταφορών και Υποδομών Κώστα Καραμανλή
Θέμα: Εγκατάσταση νέου ραντάρ προσέγγισης στο Αεροδρόμιο «Δασκαλογιάννης» των Χανίων.
Σύμφωνα με τη σύμβαση παραχώρησης των περιφερειακών αεροδρομίων στη FRAPORT, η εταιρεία υποχρεούται να επενδύσει σε ένα νέο ραντάρ προσέγγισης και τα σχετικά του συστήματα για το Αεροδρόμιο «Δασκαλογιάννης» των Χανίων (Παράρτημα 20, παρ. 6.4.3).
Το νέο αυτό ραντάρ θα επιτρέψει σημαντική αύξηση της δυνατότητας προσγειώσεων στο αεροπλάνο, αυξάνοντας τον αριθμό των αφίξεων σε περιόδους αιχμής. Για αυτό και συμπεριελήφθη ως υποχρέωση της εταιρείας στη σύμβαση.
Ως και το 2019, η εταιρεία διατεινόταν ότι δεν μπορούσε να επενδύσει στο νέο ραντάρ διότι οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν της είχαν προσδιορίσει τις τεχνικές προδιαγραφές που απαιτούσαν. Η καθυστέρηση των αρμοδίων υπηρεσιών το διάστημα 2016-2019 ήταν γεγονός. (Η σύμβαση υπεγράφη Δεκέμβριο του 2015).
Όμως το Φεβρουάριο του 2020, η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας, μετά από συνεννόηση και με την Πολεμική Αεροπορία, γνωστοποίησε στην εταιρεία τις απαραίτητες προδιαγραφές.
Από τότε, εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο, η FRAPORT δεν έχει προχωρήσει στην επένδυση, ούτε έχει γνωστοποιήσει κάποιο σχετικό χρονοδιάγραμμα. Η ευθύνη της καθυστέρησης βαρύνει πλέον καθαρά την εταιρεία.
Ενδεχομένως η FRAPORT περιμένει πρώτα να διαπιστώσει την ανάκαμψη του τουρισμού στη μετά-covid εποχή, και μετά να επενδύσει. Μια τέτοια λογική όμως είναι και κοντόφθαλμη και αντίθετη προς τις ανάγκες ανάπτυξης της τοπικής οικονομίας και προς τα συμφέροντα του ελληνικού δημοσίου: οι βαρύτατες συνέπειες της πανδημίας στην τοπική οικονομία, επιβάλλουν να διασφαλίσουμε ότι δε θα χαθεί ούτε ένα λεπτό στην προετοιμασία της ανάκαμψης του τουρισμού, και ότι δε θα υπάρξει ούτε μια πτήση που θα χαθεί λόγω αδυναμίας των συστημάτων του αεροδρομίου. Οι όροι της σύμβασης πρέπει να υλοποιηθούν για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί.
Ερωτώνται οι Υπουργοί:
• Θα απαιτήσουν από την παραχωρησιούχο εταιρεία FRAPORT να επισπεύσει τις διαδικασίες της αγοράς και εγκατάστασης του νέου ραντάρ προσέγγισης και όλων των σχετικών συστημάτων και να υποβάλλει σχετικό χρονοδιάγραμμα υλοποίησης;