Δύο βήματα από την Μεγάλη Γιορτή της Ανάστασης, του κήρυκα της αγάπης και της συγγνώμης, και όλοι τρέχουμε να προλάβουμε… τι άραγε;
Οι μνήμες πάνε πίσω, σε εποχές όπου η Σαρακοστή ήταν μέρες προσευχής και νηστείας μια και η νηστεία για την Ορθοδοξία είναι η αχώριστη αδελφή και συνοδός της προσευχής. Γι’ αυτό και ο Χριστός ( Κατά Ματθαίον ΙΖ, 21) λέει: ‘’Τούτο το γένος των δαιμόνων δεν βγαίνει από τον άνθρωπο παρά με προσευχή που συνοδεύεται από νηστεία.’’
Σκέπτομαι αυτές τις μέρες και ξέρετε γιατί? Πόσοι από εμάς τους Χριστιανούς, γιορτάζουμε συνειδητά τη Λαμπρή και πόσοι απλώς και μόνο επειδή ‘’έτσι συνηθίζεται.’’
Κάποτε αυτές οι μέρες , οι πριν το Πάσχα και ειδικά η Μεγάλη Εβδομάδα, ήταν θυμάμαι, μέρες γεμάτες περισυλλογή και συγκίνηση. Έστω και για μια φορά το χρόνο, ο νους των ανθρώπων προσπαθούσε να συλλάβει την έννοια της υπέρτατης θυσίας, και η ψυχή έμπαινε στη διαδικασία του εξαγνισμού, έστω και για λίγες μόνο ημέρες. Τότε που ο κόσμος ήθελε ακόμα να υποβάλει τον εαυτό του στη στέρηση της νηστείας, αποτίοντας φόρο τιμής στο Μυστήριο της Σταύρωσης. Τότε που οι εκκλησίες γέμιζαν με Χριστιανούς κάθε λογής και κάθε ηλικίας. Τότε που, το Μεγάλο Σάββατο, ο ένας ζητούσε από τον άλλον να τον συγχωρήσει για όσες φορές τον είχε εκούσια η ακούσια στενοχωρήσει, για να μπορεί, χωρίς βάρος στην καρδιά, να υποδεχθεί την Ανάσταση. Για να μπορεί να δώσει και να πάρει το φιλί της Αγάπης.
Βέβαια, υπήρχαν και τα κόκκινα αβγά, οι λαμπάδες, η μαγειρίτσα και τ’ άλλα υπέροχα έθιμα, τα οποία είχαν λόγο ύπαρξης επειδή συνόδευαν τα ήθη.
Τότε… Πόσο μακριά μου φαίνεται εκείνη η εποχή! Σήμερα … Τι κάνουμε σήμερα? Μα φυσικά και βάφουμε αβγά η τ’ αγοράζουμε βαμμένα, μην λερώσουμε και τις κατσαρόλες, φτιάχνουμε η, ακόμα καλύτερα, παίρνουμε έτοιμα κουλούρια και τσουρέκια. Άλλωστε, όλο τον χρόνο τα καταναλώνουμε ακατάπαυστα. Όμως, κάνουμε και άλλα συνταρακτικά:
Αγοράζουμε καινούργια ανοιξιάτικα ρούχα για να ανανεώσουμε την εξωτερική μας εμφάνιση, κατακλύζουμε τις ταβέρνες και τα σουβλατζίδικα ακόμα και την Μεγάλη Παρασκευή, και βέβαια σκοτωνόμαστε στην κυριολεξία, ( θυμηθείτε τα θύματα της ασφάλτου) για να ψήσουμε ως γνήσιοι Νεοέλληνες τον οβελία μας. ‘Όμως, έχουμε και τις τηλεοπτικές κάμερες. Αν λοιπόν έχουμε κάποιον τίτλο, φροντίζουμε να πάρουμε τηλέφωνο τους δημοσιογράφους και πάμε καμαρωτοί- καμαρωτοί, σε δύο τρία Ιδρύματα, είδαν οι άλλοι τι καλοί και πονόψυχοι είμαστε, ικανοποιούμε το εγώ μας, και τρέχουμε στο αρνί, μην και δεν προλάβουμε κάνα κοψίδι.
Όλοι εμείς, που εξακολουθούμε να γιορτάζουμε το Πάσχα μόνο για τους τύπους, χωρίς ούτε στο ελάχιστο να μας απασχολεί το μήνυμά Του.
Όλοι εμείς, που μοιάζουμε στις συνταρακτικές μέρες που ζούμε των βιβλικών αλλαγών και ανακατατάξεων, να έχουμε χάσει εντελώς τον μπούσουλα.
Όλοι εμείς που δηλώνουμε και λογιζόμαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ίσα- ίσα πλησιάζουμε την εκκλησία μέχρι το προαύλιο για 5-10 λεπτά, εκείνη την μία νύχτα, για ν’ ακούσουμε το ‘’Χριστός Ανέστη’’ και να ξαμολυθούμε με ήσυχη συνείδηση στις μαγειρίτσες, τα καλιτσούνια και τα κόκκινα αβγά.
Παρασύρθηκα και συγχωρήστε με, αλλά η αναδρομή σε παλιές Πασχαλιές, μου έφερε στο νου ζεστές, ανθρώπινες επαφές, στιγμές πνευματικής ανάτασης και ψυχικής ευφορίας και χαμόγελα. Πολλά χαμόγελα σε ευτυχισμένα πρόσωπα. Απ’ αυτά που τόσο σπανίζουν στις μέρες μας. Και μου κάνει κακό αυτή η στέρηση, που την δεχόμαστε μοιρολατρικά.
ΜΟΝΟ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΕΠΕΙΔΗ ‘’ΕΤΣΙ ΣΥΝΗΘΙΖΕΤΑΙ!
Συγχαρητήρια, κυρία Κατσιφαράκη!
Με λίγα λόγια μεστά περιεχομένου δείξατε (ή θυμίσατε) τι είχαμε και τι έχουμε· τι χάσαμε και τι βάλαμε στη θέση του. Τη σύγχυση δείξατε μέσα στην οποία ζούμε με δική μας ευθύνη· την υποκρισία και την ευήθειά μας.
Μακάρι κοντά στη φωνή σας να ακουστούν, το ίδιο δυνατά, και άλλες φωνές.