Γιατί; Γιατί; Γιατί; Δεν μπορώ να το καταλάβω! Γιατί δεν μπορώ πια να βγαίνω και να κυκλοφορώ ελεύθερη όπου, όποτε και για όσο θέλω; Γιατί οι δρόμοι ερήμωσαν; Και που εξαφανίστηκαν όλα εκείνα τα φασαριόζικα παιδάκια; Και οι λιγοστοί μεγάλοι που συναντάω γιατί έχουν όλοι διαρκώς το βήμα ταχύ, το βλέμμα σκληρό, το χαμόγελο παγωμένο…;
Γιατί και η συνοδός μου ακόμα, φαίνεται και αυτή, βιαστική και αγχωμένη, αναίτια πιεσμένη, σαν να μην απολαμβάνει πια τις κοινές μας λιγοστές πλέον βόλτες; Και όταν σπανίως διασταυρωνόμαστε με κάποιον, επιμένει να αλλάξουμε πεζοδρόμιο. Και όλα τα αγαπημένα στέκια έχουν βάλει λουκέτο: ο κήπος και οι καφετέριες και τα πάρκα όλα…!
Γιατί κανείς δεν με καλημερίζει πια και δεν ανταποκρίνεται ούτε στο παρακλητικό μου βλέμμα, ούτε στο παιχνιδιάρικό μου κούνημα ουράς; Γιατί δεν πλησιάζουν πια να με χαϊδέψουν και να παίξουν μαζί μου; Εγώ δεν έκανα τίποτα κακό! Γιατί δεν με αγαπάνε πια;
Α, ναι! Ακατανόητα τα βάσανα των ανθρώπων στα μάτια μιας μικρής κοινωνικής σκυλίτσας. Αλλά ακόμα και στα δικά μας, ακατανόητα, τώρα πια…